ὑπόπετρος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[έδαφος]], για γη) ο [[κάπως]] [[πετρώδης]] («τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῡσαν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>πετρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[έδαφος]], για γη) ο [[κάπως]] [[πετρώδης]] («τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῦσαν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>πετρος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:45, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπετρος Medium diacritics: ὑπόπετρος Low diacritics: υπόπετρος Capitals: ΥΠΟΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: hypópetros Transliteration B: hypopetros Transliteration C: ypopetros Beta Code: u(po/petros

English (LSJ)

ον, rocky, γῆ Hdt.2.12, Thphr.CP3.20.5, PTeb.72.14 (ii B. C.), cf. Str.16.2.36; χωρία Dsc.4.33.

German (Pape)

[Seite 1228] unten felsig od. steinig, mit steinigem Boden, Her. 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπετρος: -ον, ὑπόλιθος, ὀλίγον πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 2. 12, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 5, Στράβ. 761.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pierreux en dessous, dont le sol est pierreux.
Étymologie: ὑπό, πέτρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έδαφος, για γη) ο κάπως πετρώδης («τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῦσαν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -πετρος (< πέτρα), πρβλ. περί-πετρος].

Greek Monotonic

ὑπόπετρος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπετρος: внизу или немного каменистый (γῆ Her.; τόποι Plut.).

Middle Liddell

ὑπό-πετρος, ον,
somewhat rocky, Hdt.