ολκή: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὁλκή]])<br /><b>1.</b> η [[έλξη]], το [[σύρσιμο]] ή το [[τράβηγμα]] («ἡ τῆς γνάψεως [[ὁλκή]]» — το να σύρει [[κάποιος]] το ξαντικό [[εργαλείο]] [[κατά]] την [[κατεργασία]] υφασμάτων, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[προς]] τα [[κάτω]] [[ροπή]] της πλάστιγγας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[βάρος]] σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων<br /><b>2.</b> η [[διάμετρος]] του [[σωλήνα]] πυροβόλου όπλου, το [[διαμέτρημα]]<br /><b>3.</b> <b>(μεταλργ.)</b> [[μηχανική]] [[κατεργασία]] τών μετάλλων με την οποία αυτά μετατρέπονται σε σύρματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μεγάλης]] ολκής» ή, [[απλώς]], «ολκής» — [[μεγάλης]] δύναμης ή σπουδαιότητας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναρρόφηση]] αίματος με [[βεντούζα]]<br /><b>2.</b> [[μύηση]], [[εισαγωγή]] («[[παιδεία]] ἔσθ' ἡ παίδων ὁλκὴ καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> η ελκτική [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> η [[δραχμή]] ως [[βάρος]]<br /><b>5.</b> [[τάση]], [[ροπή]], [[κλίση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁλκὴ πνεύματος» — [[εισπνοή]] αέρα<br />β) «τοῖς δεινοῑς περὶ λόγων ὁλκήν» — στους έμπειρους στο να δίνουν στις λέξεις εσφαλμένη [[σημασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὁλκ</i>- του θ. <i>ἑλκ</i>- του [[ἕλκω]]].
|mltxt=η (Α [[ὁλκή]])<br /><b>1.</b> η [[έλξη]], το [[σύρσιμο]] ή το [[τράβηγμα]] («ἡ τῆς γνάψεως [[ὁλκή]]» — το να σύρει [[κάποιος]] το ξαντικό [[εργαλείο]] [[κατά]] την [[κατεργασία]] υφασμάτων, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[προς]] τα [[κάτω]] [[ροπή]] της πλάστιγγας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[βάρος]] σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων<br /><b>2.</b> η [[διάμετρος]] του [[σωλήνα]] πυροβόλου όπλου, το [[διαμέτρημα]]<br /><b>3.</b> <b>(μεταλργ.)</b> [[μηχανική]] [[κατεργασία]] τών μετάλλων με την οποία αυτά μετατρέπονται σε σύρματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μεγάλης]] ολκής» ή, [[απλώς]], «ολκής» — [[μεγάλης]] δύναμης ή σπουδαιότητας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναρρόφηση]] αίματος με [[βεντούζα]]<br /><b>2.</b> [[μύηση]], [[εισαγωγή]] («[[παιδεία]] ἔσθ' ἡ παίδων ὁλκὴ καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> η ελκτική [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> η [[δραχμή]] ως [[βάρος]]<br /><b>5.</b> [[τάση]], [[ροπή]], [[κλίση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁλκὴ πνεύματος» — [[εισπνοή]] αέρα<br />β) «τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν» — στους έμπειρους στο να δίνουν στις λέξεις εσφαλμένη [[σημασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὁλκ</i>- του θ. <i>ἑλκ</i>- του [[ἕλκω]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

η (Α ὁλκή)
1. η έλξη, το σύρσιμο ή το τράβηγμα («ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή» — το να σύρει κάποιος το ξαντικό εργαλείο κατά την κατεργασία υφασμάτων, Πλάτ.)
2. η προς τα κάτω ροπή της πλάστιγγας
νεοελλ.
1. το βάρος σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων
2. η διάμετρος του σωλήνα πυροβόλου όπλου, το διαμέτρημα
3. (μεταλργ.) μηχανική κατεργασία τών μετάλλων με την οποία αυτά μετατρέπονται σε σύρματα
4. φρ. «μεγάλης ολκής» ή, απλώς, «ολκής» — μεγάλης δύναμης ή σπουδαιότητας
αρχ.
1. αναρρόφηση αίματος με βεντούζα
2. μύηση, εισαγωγήπαιδεία ἔσθ' ἡ παίδων ὁλκὴ καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον», Πλάτ.)
3. η ελκτική δύναμη
4. η δραχμή ως βάρος
5. τάση, ροπή, κλίση
6. φρ. α) «ὁλκὴ πνεύματος» — εισπνοή αέρα
β) «τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν» — στους έμπειρους στο να δίνουν στις λέξεις εσφαλμένη σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ὁλκ- του θ. ἑλκ- του ἕλκω].