ἐνολισθαίνω: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνολισθαίνω]] (AM) (Α και [[ἐνολισθάνω]]) [[ολισθαίνω]]<br />(για [[έδαφος]]) [[ολισθαίνω]], [[υφίσταμαι]] [[κατολίσθηση]], [[γλιστρώ]], βυθίζομαι («ἡ [[χώρα]] τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε | |mltxt=[[ἐνολισθαίνω]] (AM) (Α και [[ἐνολισθάνω]]) [[ολισθαίνω]]<br />(για [[έδαφος]]) [[ολισθαίνω]], [[υφίσταμαι]] [[κατολίσθηση]], [[γλιστρώ]], βυθίζομαι («ἡ [[χώρα]] τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς» — υπέστη [[κατολίσθηση]] εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πέφτω]] [[γιατί]] δεν έχω [[στήριγμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνολισθαίνω:''' (aor. 2 ἐνώλισθον) соскальзывать, оползать, проваливаться (ἡ [[χώρα]] χάσμασιν ἐνώλισθε Plut.). | |elrutext='''ἐνολισθαίνω:''' (aor. 2 ἐνώλισθον) соскальзывать, оползать, проваливаться (ἡ [[χώρα]] χάσμασιν ἐνώλισθε Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
later form of ἐνολισθάνω.
German (Pape)
[Seite 849] (s. ὀλισθαίνω), hineingleiten, einsinken, Plut. Pomp. 25 Cim. 16.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐνώλισθον;
glisser dans, tomber dans.
Étymologie: ἐν, ὀλισθαίνω.
Spanish (DGE)
1 venirse abajo, caer al suelo una bandada de pájaros, Plu.Pomp.25
•gener. c. dat. concr. derrumbarse, caerse ref. a borrachos κεφαλὴ ... μένειν δὲ ὀρθὴ ἐπὶ τῶν ὤμων μὴ δυναμένη ... τοῖς σπονδύλοις ἐνολισθαίνουσα Basil.M.31.453A, τυφλὸς ... τοίχοις προσκρούων καὶ βόθροις ἐνολισθαίνων Chrys.M.63.724B
•de la tierra hundirse por causa de movimientos sísmicos χώρα ... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Plu.Cim.16
•fig. c. dat. abstr. δειναῖς τε καὶ ἀνηκέστοις ἐνολισθήσαντες συμφοραῖς abrumados por tremendas e insufribles calamidades Cyr.Al.M.71.200B.
2 deslizarse, discurrir ἐν ὑγρῷ τε καὶ ἐπιπολαίῳ τῷ πηλῷ τοῦ τρόχου δι' εὐκολίας ἐνολισθαίνοντος Gr.Nyss.Ep.6.4, fig. ἡ τῷ γλίσχρῳ τῆς ἁμαρτίας ἐνολισθήσασα Gr.Nyss.Hom.in Cant.149.2.
Greek Monolingual
ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) ολισθαίνω
(για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς» — υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.)
αρχ.
πέφτω γιατί δεν έχω στήριγμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνολισθαίνω: (aor. 2 ἐνώλισθον) соскальзывать, оползать, проваливаться (ἡ χώρα χάσμασιν ἐνώλισθε Plut.).