Ὀλύμπιος: Difference between revisions
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ὀλύμπιος''': -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, [[μάλιστα]] τοῦ Διὸς [[ὅστις]] καλεῖται καὶ [[ἁπλῶς]] [[Ὀλύμπιος]] ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, [[Ζεὺς]] πατὴρ Ὀλ. Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ [[Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 817· [[Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. [[Ζεὺς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· [[ἕδρη]] Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1. | |lstext='''Ὀλύμπιος''': -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, [[μάλιστα]] τοῦ Διὸς [[ὅστις]] καλεῖται καὶ [[ἁπλῶς]] [[Ὀλύμπιος]] ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ Ὀλ. Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 817· [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· [[ἕδρη]] Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ὀλύμπιος:''' -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο [[κάτοικος]] του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται [[απλώς]] [[Ὀλύμπιος]], στον Όμηρ.· [[Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]], σε Σοφ.· ὁ [[Ζεὺς]] ὁ [[Ὀλύμπιος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''Ὀλύμπιος:''' -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο [[κάτοικος]] του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται [[απλώς]] [[Ὀλύμπιος]], στον Όμηρ.· [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]], σε Σοφ.· ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ [[Ὀλύμπιος]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Ὀλύμπιος:''' <b class="num">II</b> ὁ олимпиец, т. е. (преимущ.) Зевс.<br />олимпийский ([[Ζεὺς]] [[πατήρ]] Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; μὰ τὸν [[Δία]] τὸν [[Ὀλύμπιον]]! Arph.). | |elrutext='''Ὀλύμπιος:''' <b class="num">II</b> ὁ олимпиец, т. е. (преимущ.) Зевс.<br />олимпийский ([[Ζεύς|Ζεὺς]] [[πατήρ]] Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; μὰ τὸν [[Δία]] τὸν [[Ὀλύμπιον]]! Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Ὀλύμπιος]], ον,<br />Olympian, of [[Olympus]], [[dwelling]] on [[Olympus]], Hom., etc.; [[Zeus]] is called [[simple]] [[Ὀλύμπιος]] in Hom.; [[Ζεὺς]] πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ [[Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Thuc. | |mdlsjtxt=[[Ὀλύμπιος]], ον,<br />Olympian, of [[Olympus]], [[dwelling]] on [[Olympus]], Hom., etc.; [[Zeus]] is called [[simple]] [[Ὀλύμπιος]] in Hom.; [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[Olympian]] | |woodrun=[[Olympian]] | ||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 30 July 2022
English (LSJ)
ον, A Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, epithet of the gods above, Il.1.399, 20.47; οἱ Ὀ. Men.Sam.187; especially of Zeus, who is called simply Ὀλύμπιος in Il.18.79, 22.130, al., Hes.Op.474, etc.; so Ζεὺς πατὴρ Ὀ. S.Tr.275 : in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.2.15, IG 12.39.35, 22.112.7; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀ. Ar.Nu.817; Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.3.14; ὁ Ὀ. Ζεύς Pl.R.583b; τοι Δι Ὀλυνπιοι SIG9.6 (Elis, vi B. C.); Ὀ. ἀστήρ Opp.H.4.315; ἕδρη IG9(1).882.1 (Corc.) : applied by Com. to Pericles, Ar.Ach.530, cf. Cratin.71, Telecl.17; also Ὀ. δώματα the mansions of Olympus, Il.1.18, al., Hes.Th.75.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλύμπιος: -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, μάλιστα τοῦ Διὸς ὅστις καλεῖται καὶ ἁπλῶς Ὀλύμπιος ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 817· Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· ἕδρη Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de l’Olympe, Olympien ou d’Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l’Olympien, càd Zeus.
Étymologie: Ὄλυμπος.
English (Autenrieth)
Olympian, dwelling on Olympus, epithet of the gods and their homes, and as subst.=Zeus, the Olympian.
English (Slater)
Ὀλύμπιος (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.)
a of Olympos
I epithet of Zeus. Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (O. 9.57) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) πρὸς Ὀλυμπίου Διός (Pae. 6.1)
b pl., Olympian gods ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 1. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.
b
I of (Zeus of) Olympia βῶμον παρ' Ὀλύμπιον (O. 10.101)
II epithet of Zeus of Olympia. τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος (I. 2.27) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8)
c Olympian, of games held either in Athens or Cyrene. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) (P. 9.101)
Greek Monotonic
Ὀλύμπιος: -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο κάτοικος του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται απλώς Ὀλύμπιος, στον Όμηρ.· Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος, σε Σοφ.· ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Ὀλύμπιος: II ὁ олимпиец, т. е. (преимущ.) Зевс.
олимпийский (Ζεὺς πατήρ Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον! Arph.).
Middle Liddell
Ὀλύμπιος, ον,
Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, Hom., etc.; Zeus is called simple Ὀλύμπιος in Hom.; Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Thuc.