ὀδαξησμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] ὁ, = [[ὀδαγμός]], Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] ὁ, = [[ὀδαγμός]], Medic.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[démangeaison]], [[cuisson]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀδαξάω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[irritación]], [[picazón]]..
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδαξησμός''': ὁ, = [[ὀδαγμός]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλούτ. 2. 796Ε, Ἡσύχ., Σουΐδ.
|lstext='''ὀδαξησμός''': ὁ, = [[ὀδαγμός]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλούτ. 2. 796Ε, Ἡσύχ., Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[démangeaison]], [[cuisson]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀδαξάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:48, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδαξησμός Medium diacritics: ὀδαξησμός Low diacritics: οδαξησμός Capitals: ΟΔΑΞΗΣΜΟΣ
Transliteration A: odaxēsmós Transliteration B: odaxēsmos Transliteration C: odaksismos Beta Code: o)dachsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ὀδαγμός (itching, irritation), Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu.2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt ὀδαξισμός), also ἀδαξησμός Erot.107.21

German (Pape)

[Seite 291] ὁ, = ὀδαγμός, Medic.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
démangeaison, cuisson.
Étymologie: ὀδαξάω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ irritación, picazón..

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαξησμός: ὁ, = ὀδαγμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλούτ. 2. 796Ε, Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός)
νεοελλ.
ιατρ. ερεθισμός του δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη
αρχ.
κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «αισθάνομαι κνησμό», κατά τα ουσ. σε -(ι)σμός από ρ. σε -ίζω (πρβλ. ναυαγ-ησμός)].

Russian (Dvoretsky)

ὀδαξησμός: v.l. ὀδαξισμός и ὀδαξυσμός ὁ досл. укус, перен. возбуждение, раздражение Plut.