βριάω: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βρῐάω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> делать крепким, сильным (ἐξ ὀλίγων Hes.);<br /><b class="num">2)</b> быть сильным (βριάοντα χαλέπτειν Hes.). | |elrutext='''βρῐάω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> [[делать крепким]], [[сильным]] (ἐξ ὀλίγων Hes.);<br /><b class="num">2)</b> быть сильным (βριάοντα χαλέπτειν Hes.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:55, 19 August 2022
English (LSJ)
(βρῖ) A make strong and mighty, Hes.Th.447. II intr., to be strong, βριάων Opp.H.5.96: in both senses, [Ζεὺς] ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει Hes.Op.5.
German (Pape)
[Seite 463] 1) stark machen, Hes. O. 5 Th. 447. – 2) intrans., stark sein, Hes. O. 5, 96.
Greek (Liddell-Scott)
βριάω: (βρῖ) κάμνω τινὰ ἰσχυρὸν καὶ δυνατόν, βριάει Ἡσ. Θ. 447. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἰσχυρός, βριάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 96. ― Ὁ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 5 συνδυάζει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, ἐπὶ τοῦ Διός.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rendre fort;
2 être fort.
Étymologie: R. Βρι, être fort ; v. βρίθω.
Spanish (DGE)
(βρῐάω) 1 tr. fortalecer, aumentar βουκολίας ... ἐξ ὀλίγων βριάει aumenta las manadas de vacas, a partir de unas pocas Hes.Th.447
•abs. hacer poderoso ῥέα μὲν γὰρ βριάει Hes.Op.5.
2 intr. ser fuerte y poderoso ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει Hes.Op.5, μέγα βριάοντα κατέσβεσεν Opp.H.5.96.
Greek Monolingual
βριάω (Α)
1. κάνω κάποιον ισχυρό, ενδυναμώνω
2. είμαι ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βριαρός με υποχωρητικό σχηματισμό].
Greek Monotonic
βριάω: κάνω κάποιον δυνατό ή γίνομαι δυνατός, σε Ησίοδ. (βλ. βριᾰρός).
Russian (Dvoretsky)
βρῐάω: (только praes.)
1) делать крепким, сильным (ἐξ ὀλίγων Hes.);
2) быть сильным (βριάοντα χαλέπτειν Hes.).
Middle Liddell
to make or to be strong and mighty, Hes. (v. βριαρός.)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριάω [βρι-: zwaar, krachtig] alleen praes.
1. sterk maken :. ῥέα... βριάει gemakkelijk maakt hij sterk Hes. Op. 5.
2. sterk zijn :. ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει gemakkelijk verdrukt hij wie sterk is Hes. Op. 5.