διακράζω: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διακράζω:'''<br /><b class="num">1)</b> во все горло кричать, орать (ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[перекрикиваться]], [[браниться]] (πόρναισι διακεκραγέναι Arph.).
|elrutext='''διακράζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[во все горло кричать]], [[орать]] (ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[перекрикиваться]], [[браниться]] (πόρναισι διακεκραγέναι Arph.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 15:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακράζω Medium diacritics: διακράζω Low diacritics: διακράζω Capitals: ΔΙΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: diakrázō Transliteration B: diakrazō Transliteration C: diakrazo Beta Code: diakra/zw

English (LSJ)

pf. διακέκρᾱγα, A have a screaming-match, Ar.Av.306; δ. τινί pit oneself against another at screaming, Id.Eq.1403.

German (Pape)

[Seite 584] (s. κράζω), durch einander schreien; διακεκραγοτες Ar. Av. 307; τινὶ διακεκραγέναι, mit Jemandem um die Wette schreien, Equ. 1400.

Greek (Liddell-Scott)

διακράζω: συνεχῶς κράζω, φωνάζω, κραυγάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, διαγωνίζομαι πρός τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι ἀντίπαλος αὐτοῦ εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.

French (Bailly abrégé)

1 crier continuellement;
2 crier à qui mieux mieux.
Étymologie: διά, κράζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf. excep. διέκραζον PHerm.Rees 6.18 (IV d.C.)]
I 1chillar, gritar de aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.Au.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito Cyr.Al.Inc.Unigen.703D
c. dat. competir en gritos c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.Eq.1403.
2 predicar ἆρα δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A
manifestarse públicamente ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ PHerm.Rees l.c.
II tr. proclamar ταῦτα διακέκραγεν ὁ γραμματεύς Cyr.Al.M.68.372B.

Greek Monolingual

διακράζω (Α)
1. κραυγάζω διαρκώς
2. συναγωνίζομαι κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.

Greek Monotonic

διακράζω: μέλ. -ξω,
I. φωνάζω διαρκώς, κραυγάζω, βγάζω άναρθρες κραυγές, σε Αριστοφ.
II. δ. τινί, διαγωνίζομαι, παραβγαίνω με κάποιον άλλο στο ουρλιαχτό, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διακράζω:
1) во все горло кричать, орать (ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.);
2) перекрикиваться, браниться (πόρναισι διακεκραγέναι Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κράζω om strijd schreeuwen.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to scream continually, Ar.
II. δ. τινί to match another at screaming, Ar.