συντεχνάζω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συντεχνάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> действовать заодно (τινί Plut.). | |elrutext='''συντεχνάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе устраивать]], [[совместно затевать]] (ἀπάτην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> действовать заодно (τινί Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 16:50, 19 August 2022
English (LSJ)
A help in contriving, ἀπάτην Plu.Tim.10: abs., join in plots with, τινι Id.Marc.20.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνάζω: ἀπὸ κοινοῦ τεχνάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος σχεδιάζω καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.
French (Bailly abrégé)
combiner, machiner (un complot, une ruse, etc.) avec, τινι ; abs. aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.
Étymologie: σύν, τεχνάζω.
Greek Monolingual
Α
1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.)
2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)].
Greek Monotonic
συντεχνάζω: μέλ. -σω, κατεργάζομαι, μηχανεύομαι, επινοώ από κοινού με, τινί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συντεχνάζω:
1) вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);
2) действовать заодно (τινί Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τεχνάζω een listig plan helpen uitvoeren, samen in het complot zitten, met dat. met iem.
Middle Liddell
fut. σω
to join in plots with, τινί Plut.