φορητός: Difference between revisions
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φορητός:''' и 2 [adj. verb. к [[φορέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[носимый]], [[несомый]] (κυμάτεσσι Pind.; ἐπὶ δελφίνων διὰ θαλάττης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> подвижный, находящийся в постоянном движении ([[φύσις]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[выносимый]], [[терпимый]], [[сносный]], Luc.: οὐ φ. Aesch., Eur. невыносимый, нестерпимый. | |elrutext='''φορητός:''' и 2 [adj. verb. к [[φορέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[носимый]], [[несомый]] (κυμάτεσσι Pind.; ἐπὶ δελφίνων διὰ θαλάττης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[подвижный]], [[находящийся в постоянном движении]] ([[φύσις]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[выносимый]], [[терпимый]], [[сносный]], Luc.: οὐ φ. Aesch., Eur. невыносимый, нестерпимый. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φορητός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> borne, carried, Pind.<br /><b class="num">II.</b> to be borne, [[endurable]], Aesch., Eur. | |mdlsjtxt=[[φορητός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> borne, carried, Pind.<br /><b class="num">II.</b> to be borne, [[endurable]], Aesch., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 19 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E. Hipp.443, Luc.Salt.27: I borne, carried, φορητὰ κυμάτεσσιν Pi.Fr. 88.1; φ. ὕδωρ Str.3.2.8; φ. ὑπὸ (v.l. ἐπὶ) δελφίνων Plu.2.163c; of the planets, Poll.4.156. 2 to be carried, moveable, οἰκίαι Ph.2.238; ἱερόν ib.146: metaph., ἄστατος καὶ φ. constantly moving, Id.1.219; [φύσις] μετάβολος καὶ φ. Plu.2.428b; τὸ τῆς φύσεως φ. Hierocl. in CA7p.429M. II bearable, endurable, A.Pr.979; Κύπρις γὰρ οὐ φορητός E.l.c.; φορητὸς ἡ ᾠδή Luc. l.c., cf. Tim.23, Jul.Gal. 201e; ἐμβολὴ οὐ φ. irresistible, Arr.Tact.12.10.
German (Pape)
[Seite 1300] 3, auch 2 Endgn, adj. verb. von φορέω, 1) getragen, κυμάτεσσι φορητά Pind. frg. 58. – 2) tragbar, erträglich, Aesch. Prom. 981, Eur. Hipp. 443.
Greek (Liddell-Scott)
φορητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, πλανητός, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. ὕδωρ Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, Πολυδ. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν αὐτόθι 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· φύσις φ. καὶ μετάβολος Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· Κύπρις γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23.
French (Bailly abrégé)
ή ou poét. ός, όν :
I. au pr.
1 porté;
2 qui se meut;
II. fig. supportable, tolérable.
Étymologie: φορέω.
English (Slater)
φορητός
1 borne ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν (sc. Δᾶλος) fr. 33d. 1, cf. Πα. 7B. 49.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φορητός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ος Α φορῶ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τον μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.)
αρχ.
1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ.
β. «ἄστρα φορητά» — οι πλανήτες, Πολυδ.)
2. μτφ. α) ευμετάβολος, άστατος («φύσις φορητὴ καὶ μετάβολος», Πλούτ.)
β) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός.
επίρρ...
φορητῶς Α
με υποφερτό τρόπο.
Greek Monotonic
φορητός: -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ.,
I. φερόμενος, μεταφερόμενος, σε Πίνδ.
II. ως μετάφραση του Λατ. ferculum, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φορητός: и 2 [adj. verb. к φορέω
1) носимый, несомый (κυμάτεσσι Pind.; ἐπὶ δελφίνων διὰ θαλάττης Plut.);
2) подвижный, находящийся в постоянном движении (φύσις Plut.);
3) выносимый, терпимый, сносный, Luc.: οὐ φ. Aesch., Eur. невыносимый, нестерпимый.
Middle Liddell
φορητός, ή, όν
I. borne, carried, Pind.
II. to be borne, endurable, Aesch., Eur.