δημορριφής: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δημορρῐφής:''' брошенный народом, народный ([[ἀρά]] Aesch.).
|elrutext='''δημορρῐφής:''' [[брошенный народом]], [[народный]] ([[ἀρά]] Aesch.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημορρῐφής Medium diacritics: δημορριφής Low diacritics: δημορριφής Capitals: ΔΗΜΟΡΡΙΦΗΣ
Transliteration A: dēmorriphḗs Transliteration B: dēmorriphēs Transliteration C: dimorrifis Beta Code: dhmorrifh/s

English (LSJ)

ές, A hurled by the people, ἀραί A.Ag.1616.

Greek (Liddell-Scott)

δημορριφής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐρριμμένος, ἀραὶ δ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lancé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, ῥίπτω.

Spanish (DGE)

(δημορρῐφής) -ές lanzado, proferido por el pueblo ἀραί A.A.1616.

Greek Monolingual

δημορριφής, -ές (Α)
φρ. «δημορριφεῑς... ἀράς» — κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ριφής < ριφή < ρίπτω].

Greek Monotonic

δημορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που εκτοξεύεται από το λαό, π.χ. κατάρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δημορρῐφής: брошенный народом, народный (ἀρά Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημορριφής -ές [δῆμος, ῥίπτω] door het volk geuit.

Middle Liddell

ῥίπτω
hurled by the people, Aesch.