παρακτάομαι: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρακτάομαι:''' приобретать, усваивать (ξενικοὺς νόμους Her.). | |elrutext='''παρακτάομαι:''' [[приобретать]], [[усваивать]] (ξενικοὺς νόμους Her.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:34, 20 August 2022
English (LSJ)
A get over and above, ξεινικοὺς νόμους Hdt.4.80.
German (Pape)
[Seite 486] (s. κτάομαι), dazu erwerben, perf. daneben besitzen; ξενικοὺς νόμους, Her. 4, 80; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
acquérir auprès ou en outre ; au pf. avoir acquis ; posséder auprès ou en outre, acc..
Étymologie: παρά, κτάομαι.
Greek Monotonic
παρακτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ περισσότερα ως συμπλήρωμα· σε παρακ. -κέκτημαι, έχω ακόμα μεγαλύτερη περιουσία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
παρακτάομαι: приобретать, усваивать (ξενικοὺς νόμους Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κτάομαι overnemen:. ξεινικοὺς νόμους vreemde gebruiken Hdt. 4.80.5.
Middle Liddell
fut. -κτήσομαι
Dep. to get over and above: in perf. -κέκτημαι, to have over and above, Hdt.