ἀχαράκωτος: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀχᾰράκωτος:''' не обнесенный частоколом, неукрепленный ([[ἤπειρος]] Polyb.; [[στρατόπεδον]] Plut.). | |elrutext='''ἀχᾰράκωτος:''' [[не обнесенный частоколом]], [[неукрепленный]] ([[ἤπειρος]] Polyb.; [[στρατόπεδον]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χαρακόω]]<br />not palisaded, Plut. | |mdlsjtxt=[[χαρακόω]]<br />not palisaded, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 20 August 2022
English (LSJ)
[ρᾰ], ον, A not palisaded, Plb.10.11.2, Plu.Mar.20: metaph., defenceless, friendless, Philostr.VA5.35. Adv. -τως, αὐλίσασθαι App.BC3.70.
German (Pape)
[Seite 417] nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχᾰράκωτος: -ον, ὁ μὴ κεχαρακωμένος, ὁ ἄνευ χαρακωμάτων, Πολύβ. 10. 11, 2, Πλουτ. Μάρ. 20. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππιαν. Ἐμφ. 3. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non garni de palissades.
Étymologie: ἀ, χαρακόω.
Spanish (DGE)
-ον
1 no protegido por empalizada τόπος Plb.10.11.2, cf. Plu.Mar.20
•fig. desprotegido de pers., Philostr.VA 5.35.
2 adv. -ως sin protegerse con empalizada ηὐλίσατο ἐν κώπῃ παρὰ τὸ πεδίον ἀ. App.BC 3.70.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀχαράκωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα
2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες)
3. ο αχάρακτος, όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό εργαλείο
αρχ.
1. άφραχτος, ανοχύρωτος
2. χωρίς φίλους, απροστάτευτος.
Greek Monotonic
ἀχᾰράκωτος: -ον (χαρακόω), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχᾰράκωτος: не обнесенный частоколом, неукрепленный (ἤπειρος Polyb.; στρατόπεδον Plut.).
Middle Liddell
χαρακόω
not palisaded, Plut.