θηλυκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θηλυκτόνος:''' убивающий руками (т. е. через посредство) женщин ([[Ἄρης]] Aesch.).
|elrutext='''θηλυκτόνος:''' [[убивающий руками]] (т. е. через посредство) женщин ([[Ἄρης]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θηλυ-[[κτόνος]], ον [[ἔκτονα]], perf. of [[κτείνω]]<br />[[slaying]] by [[woman]]'s [[hand]], Aesch.
|mdlsjtxt=θηλυ-[[κτόνος]], ον [[ἔκτονα]], perf. of [[κτείνω]]<br />[[slaying]] by [[woman]]'s [[hand]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυκτόνος Medium diacritics: θηλυκτόνος Low diacritics: θηλυκτόνος Capitals: ΘΗΛΥΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: thēlyktónos Transliteration B: thēlyktonos Transliteration C: thilyktonos Beta Code: qhlukto/nos

English (LSJ)

ον, A slaying by woman's hand, Ἄρης θ. Id.Pr.860.

German (Pape)

[Seite 1207] Ἄρης, durch Weiber mordend, Aesch. Prom. 862.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυκτόνος: -ον, ὁ διὰ γυναικείας χειρὸς φονεύων, Ἄρης θ. Αἰσχύλ. Πρ. 860.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue par la main d’une femme.
Étymologie: θῆλυς, κτείνω.

Greek Monolingual

θηλυκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει με χέρι γυναίκας («θηλυκτόνος Ἄρης» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. εντομοκτόνος, ζωοκτόνος.

Greek Monotonic

θηλυκτόνος: -ον (ἔκτονα, παρακ. του κτείνω), αυτός που φονεύεται από γυναικείο χέρι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηλυκτόνος: убивающий руками (т. е. через посредство) женщин (Ἄρης Aesch.).

Middle Liddell

θηλυ-κτόνος, ον ἔκτονα, perf. of κτείνω
slaying by woman's hand, Aesch.