καλλίζωνος: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καλλίζωνος:''' красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.). | |elrutext='''καλλίζωνος:''' [[красиво подпоясанный]] (γυναῖκες Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:04, 20 August 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A with beautiful girdles, γυναῖκες Il.7.139, 24.698, Od.23.147; Ἥρα B.5.89: in late Prose, κόραι Hld.3.2.
German (Pape)
[Seite 1309] mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίζωνος: ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle ceinture.
Étymologie: καλός, ζώνη.
English (Autenrieth)
with beautiful girdles. (See cut No. 44.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίζωνος, -ον)
αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει λεπτή μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος, εύζωνος].
Greek Monotonic
καλλίζωνος: ὁ, ἡ (ζώνη), αυτός που φοράει όμορφη ζώνη, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
καλλίζωνος: красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.