μελαντειχής: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελαντειχής:''' черностенный ([[δόμος]] Περσεφόνης Pind.).
|elrutext='''μελαντειχής:''' [[черностенный]] ([[δόμος]] Περσεφόνης Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαν-τειχής, ές [[τεῖχος]]<br />[[black]]-[[walled]], Pind.
|mdlsjtxt=μελαν-τειχής, ές [[τεῖχος]]<br />[[black]]-[[walled]], Pind.
}}
}}

Revision as of 13:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαντειχής Medium diacritics: μελαντειχής Low diacritics: μελαντειχής Capitals: ΜΕΛΑΝΤΕΙΧΗΣ
Transliteration A: melanteichḗs Transliteration B: melanteichēs Transliteration C: melanteichis Beta Code: melanteixh/s

English (LSJ)

ές, black-walled, δόμος Φερσεφόνας Pi. O. 14.20.

German (Pape)

[Seite 120] δόμος, Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.

Greek (Liddell-Scott)

μελαντειχής: -ές, ὁ ἔχων μέλανα τείχη, δόμος Περσεφόνης Πινδ. Ο. 14. 28, ἔνθα ὁ Bückh μελανοτειχής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux murs noirs.
Étymologie: μέλας, τεῖχος.

English (Slater)

μελαντειχής
   1 with black walls μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)

Greek Monolingual

μελαντειχής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρα τείχη («μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλυθα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφιτειχής, χαλκοτειχής].

Greek Monotonic

μελαντειχής: -ές (τεῖχος), αυτός που περιβάλλεται από μαύρα (σκούρα) τείχη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μελαντειχής: черностенный (δόμος Περσεφόνης Pind.).

Middle Liddell

μελαν-τειχής, ές τεῖχος
black-walled, Pind.