Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλυτόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κλῠτόκαρπος:''' славный своими плодами ([[στέφανος]] Pind.).
|elrutext='''κλῠτόκαρπος:''' [[славный своими плодами]] ([[στέφανος]] Pind.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:23, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόκαρπος Medium diacritics: κλυτόκαρπος Low diacritics: κλυτόκαρπος Capitals: ΚΛΥΤΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: klytókarpos Transliteration B: klytokarpos Transliteration C: klytokarpos Beta Code: kluto/karpos

English (LSJ)

ον, A glorious with fruit, κ. στέφανοι Pi.N.4.76.

German (Pape)

[Seite 1457] durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόκαρπος: -ον, ἔνδοξος, πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. στέφανος Πινδ. Ν. 4. 124.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits renommés, fig. glorieux par ses fruits.
Étymologie: κλυτός, καρπός.

English (Slater)

κλῠτόκαρπος
   1 with glorious fruit met. οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76)

Greek Monolingual

κλυτόκαρπος, -ον (Α)
ονομαστός για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + καρπός (πρβλ. αριστό-καρπος, λεπτό-καρπος)].

Greek Monotonic

κλῠτόκαρπος: -ον, ένδοξος για τα φρούτα του, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτόκαρπος: славный своими плодами (στέφανος Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυτόκαρπος -ον [κλυτός, καρπός] beroemd om zijn vruchten.

Middle Liddell

κλῠτό-καρπος, ον
glorious with fruit, Pind.