συμμεταχειρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμμεταχειρίζομαι:''' одновременно или совместно управлять (τι [[μετά]] τινος Isae.).
|elrutext='''συμμεταχειρίζομαι:''' [[одновременно или совместно управлять]] (τι [[μετά]] τινος Isae.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[take]] [[charge]] of a [[thing]] with others, Isae.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[take]] [[charge]] of a [[thing]] with others, Isae.
}}
}}

Revision as of 13:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταχειρίζομαι Medium diacritics: συμμεταχειρίζομαι Low diacritics: συμμεταχειρίζομαι Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΧΕΙΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: symmetacheirízomai Transliteration B: symmetacheirizomai Transliteration C: symmetacheirizomai Beta Code: summetaxeiri/zomai

English (LSJ)

Med, A take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.

German (Pape)

[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.

French (Bailly abrégé)

manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].

Greek Monotonic

συμμεταχειρίζομαι: αποθ., φροντίζω για κάτι μαζί με άλλους, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταχειρίζομαι: одновременно или совместно управлять (τι μετά τινος Isae.).

Middle Liddell


Dep. to take charge of a thing with others, Isae.