ὑποφώσκω: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποφώσκω:''' светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре. | |elrutext='''ὑποφώσκω:''' [[светать]]: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 20 August 2022
English (LSJ)
A = ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v.l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφ-).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).
Greek Monolingual
ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφώσκω: светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.