ἀντικαθίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=s’établir <i>ou</i> camper en face.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], καθίζομαι.
|btext=s'établir <i>ou</i> camper en face.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], καθίζομαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:15, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικαθίζομαι Medium diacritics: ἀντικαθίζομαι Low diacritics: αντικαθίζομαι Capitals: ΑΝΤΙΚΑΘΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antikathízomai Transliteration B: antikathizomai Transliteration C: antikathizomai Beta Code: a)ntikaqi/zomai

English (LSJ)

Ion. ἀντικατ-, fut. -εδοῦμαι: aor. -εζόμην:—Med., A sit or lie over against, of armies or fleets watching one another, Hdt. 4.3.5.1, Th.1.30,4.124. II Act., place or settle instead of another, LXX4 Ki.17.26.

German (Pape)

[Seite 252] (s. ἵζω), sich gegenüber setzen, ἀντικατιζομένων Her. 5, 1. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαθίζομαι: καὶ ἀντικαθέζομαι, Ἰων. ἀντικατ-: μέλλ. -εδοῦμαι: παρατ. (μ. σημ. ἀορ.) -εζόμην: - Μέσ., λαμβάνω θέσιν ἀπέναντι, ἀντιστρατοπεδεύω, ἐπὶ στρατιωτικῶν κινήσεων κατὰ γῆν ἢ κατὰ θάλασσαν, ἀντικατιζόμενοι ἐμάχοντο Ἡρόδ. 4. 3., 5. 1, ἐπέπλεόν τε οὐδέτεροι ἀλλήλοις, ἀλλὰ τὸ θέρος τοῦτο ἀντικαθεζόμενοι χειμῶνος ἤδη ἀνεχώρησαν Θουκ. 1. 30., 4. 124. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄, ιζ΄, 26), «τὰ ἔθνη ἃ ἀπῴκισας καὶ ἀντεκάθισας ἐν πόλεσι Σαμαρείας», τὰ ἐκάθισες εἰς τὰς θέσεις ἄλλων ἐθνῶν.

French (Bailly abrégé)

s'établir ou camper en face.
Étymologie: ἀντί, καθίζομαι.

Greek Monotonic

ἀντικαθίζομαι: Ιων. ἀντι-κατ-, μέλ. -καθεδοῦμαι, αόρ. βʹ -καθεζόμην — Μέσ., κάθομαι ή στέκομαι έναντι κάποιου, λέγεται για στρατεύματα ή στόλους που παρακολουθούνται αμοιβαία, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικαθίζομαι: ион. ἀντικατίζομαι Her., Thuc. = ἀντικάθημαι.

Middle Liddell

here you need to generate ἀντικατίζομαι
Mid. to sit or lie over against, or armies or fleets watching one another, Hdt., Thuc.