ὀψίκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’endord tard.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψέ]], [[κοίτη]].
|btext=ος, ον :<br />qui s'endord tard.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψέ]], [[κοίτη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψίκοιτος Medium diacritics: ὀψίκοιτος Low diacritics: οψίκοιτος Capitals: ΟΨΙΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: opsíkoitos Transliteration B: opsikoitos Transliteration C: opsikoitos Beta Code: o)yi/koitos

English (LSJ)

ον, A going late to bed, late-watching, night owl, nighthawk, night person, evening person, late sleeper ὄμματα A.Ag. 889.

German (Pape)

[Seite 432] spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίκοιτος: -ον, ὁ ὀψὲ εἰς τὴν κλίνην ἀπερχόμενος, ὁ ἀγρυπνῶν ἐπὶ πολὺ τῆς νυκτός, ὄμματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 889.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'endord tard.
Étymologie: ὀψέ, κοίτη.

Greek Monolingual

ὀψίκοιτος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ.λ. οψέ) + -κοιτος (< κοίτη)].

Greek Monotonic

ὀψίκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που πηγαίνει αργά να πλαγιάσει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίκοιτος: (ῐ) поздно засыпающий (ὄμματα Aesch.).

Middle Liddell

ὀψί-κοιτος, ον, κοίτη
going late to bed, Aesch.