σφαδασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σφᾰδασμός:''' ὁ подергивание, судорога (σφαδασμοὶ καὶ ὀδύναι Plat.).
|elrutext='''σφᾰδασμός:''' ὁ [[подергивание]], [[судорога]] (σφαδασμοὶ καὶ ὀδύναι Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:55, 23 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰδασμός: ὁ, ὡς τὸ σπασμός, σύσπασις τῶν μελῶν, σπασμώδης κίνησις, «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.

Greek Monotonic

σφᾰδασμός: ὁ, σπασμός, σύσπαση μελών, σπαρτάρισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰδασμός:подергивание, судорога (σφαδασμοὶ καὶ ὀδύναι Plat.).

Middle Liddell

σφᾰδασμός, οῦ, ὁ, [from σφᾰδάζω]
a spasm, convulsion, Plat.

English (Woodhouse)

convulsion, of the body, twitching

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)