ἐντροπία: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐντροπία:''' ἡ увертка, уловка (δόλιαι ἐντροπίαι HH).
|elrutext='''ἐντροπία:''' ἡ [[увертка]], [[уловка]] (δόλιαι ἐντροπίαι HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐντροπία]], ἡ, [from [[ἐντροπή]] <i>n</i><br />a [[trick]], [[dodge]], Hhymn.
|mdlsjtxt=[[ἐντροπία]], ἡ, [from [[ἐντροπή]] <i>n</i><br />a [[trick]], [[dodge]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 11:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντροπία Medium diacritics: ἐντροπία Low diacritics: εντροπία Capitals: ΕΝΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: entropía Transliteration B: entropia Transliteration C: entropia Beta Code: e)ntropi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A = ἐντροπή, Hp.Decent.2. II δόλιαι ἐντροπίαι subtle twists, tricks, dodges, h.Merc.245.

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντροπία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 22. 34. ΙΙ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 245, δόλιοι ἐντροπίαι, εἶνε δόλια «στρηφογυρίσματα», ῥᾳδιουργίαι, τεχνάσματα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 confusion, pudeur;
2 αἱ ἐντροπίαι, ruses, détours.
Étymologie: ἐντρέπω.

Greek Monolingual

η (Α ἐντροπία, ιων. ἐντροπίη)
δολοπλοκία, τέχνασμα
νεοελλ.
φυσ. θερμοδυναμικό μέγεθος κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η τιμή αυξάνεται έπειτα από μια αναντίστρεπτη μεταβολή ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή έπειτα από μια αντιστρεπτή μεταβολή του. Η εντροπία είναι το μέτρο της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε μεταβολή που οδηγεί σε μεγαλύτερη αταξία μορίων συνοδεύεται από αύξηση της εντροπίας
αρχ.
1. εντροπή
2. φρ. «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐντροπία: ἡ, τέχνασμα, ραδιουργία, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐντροπία:увертка, уловка (δόλιαι ἐντροπίαι HH).

Middle Liddell

ἐντροπία, ἡ, [from ἐντροπή n
a trick, dodge, Hhymn.