κατερῶ: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>fut. d’un prés. inus., pf.</i> κατείρηκα, <i>f.ant.</i> κατειρήσομαι;<br /><b>1</b> exposer en détail;<br /><b>2</b> parler contre : τινός τινι dénoncer une personne à une autre ; τινα [[πρός]] τινα accuser, dénoncer qqn auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρῶ]].
|btext=<i>fut. d'un prés. inus., pf.</i> κατείρηκα, <i>f.ant.</i> κατειρήσομαι;<br /><b>1</b> exposer en détail;<br /><b>2</b> parler contre : τινός τινι dénoncer une personne à une autre ; τινα [[πρός]] τινα accuser, dénoncer qqn auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρῶ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:45, 23 August 2022

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ερ), fut. zu κατεῖπον, ich werde aussagen, bestimmt aussprechen; κατερῶ πρός γ' ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar. Nubb. 518; Eur. Med. 1106; Ar. Pax 189; – τινός, gegen Einen sprechen, ihn anklagen, Xen. Cyr. 1, 4, 8; so auch κατερέω αὐτοὺς πρὸς τὸν μάγον Her. 3, 71, ich werde sie bei ihm anzeigen; vgl. Plat. Rep. X, 595 b. – So auch perf., ἐναντίον ἐμοῦ κατείρηκέ σου Plat. Theag. 125 a; u. pass., κατειρήσεται εἰς σέ, es wird dir gesagt werden, Her. 6, 69.

French (Bailly abrégé)

fut. d'un prés. inus., pf. κατείρηκα, f.ant. κατειρήσομαι;
1 exposer en détail;
2 parler contre : τινός τινι dénoncer une personne à une autre ; τινα πρός τινα accuser, dénoncer qqn auprès de qqn.
Étymologie: κατά, ἐρῶ.

Greek Monolingual

(I)
κατερῶ, -άω (Α)
1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ.
β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)
2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῦ δικαστηρίου», Δημήτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ «χύνω έξω»].
(II)
κατερῶ, -έω (Α)
1. μιλώ εναντίον κάποιου, καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον («ἀλλά σφεα αὐτὸς ἐγὼ κατερέω πρὸς τὸν μάγον», Ηρόδ.)
2. δηλώνω, διακηρύσσω (α. «πόθεν κατερεῖν», Πίνδ.
β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», Ηρόδ.)
3. μιλώ φανερά, καθαράκατερῶ πρός γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ, μέλλ. του λέγω (αγορεύω φημί)].

Greek Monotonic

κατερῶ: βλ. κατ-ερέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατερῶ fut van* κατείρω.

Russian (Dvoretsky)

κατερῶ: ион. κατερέω [fut. к κατεῖπον
1) подробно рассказать, точно сообщить (πᾶν τὠληθὲς ἔς τινα Her.; πᾶσίν τι Eur.; ὄνομά τί τινι Arph.);
2) выступить с обвинением, обвинить: κ. τινα πρός τινα Her. и τινός τινι Xen. обвинить кого-л. перед кем-л., донести на кого-л. кому-л.; κ. τινος ἐναντίον τινός Plat. обличить кого-л. перед кем-л.