νεοσίγαλος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui brille | |btext=ος, ον :<br />qui brille d'un éclat récent.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[σιγαλόεις]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 11:56, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῑ], ον, (σιγαλόεις) A new and sparkling, with all the gloss on, metaph., τρόπος Pi.O.3.4.
German (Pape)
[Seite 244] frisch glänzend, neu funkelnd, τρόπος, Pind. Ol. 3, 4, Schol. νεοποίκιλος.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον, (σιγαλόεις) νέος καὶ ἀποστίλβων, στιλπνός, Πινδ. Ο. 3. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui brille d'un éclat récent.
Étymologie: νέος, σιγαλόεις.
English (Slater)
νεοςῑγᾰλος
1 shining new (cf. Leumann, Hom. Wörter, 214̆{8}) μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον (O. 3.4)
Greek Monolingual
νεοσίγαλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις.
Greek Monotonic
νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον (σιγαλόεις), νέος και απαστράπτων, με όλη τη λάμψη πάνω του, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
νεοσίγᾰλος: (ῑ) сверкающий новым блеском, ярко блистающий (τρόπος Pind.).
Middle Liddell
νεο-σῑ́γᾰλος, ον σιγαλόεις
new and sparkling, with all the gloss on, Pind.