ξηραμπέλινος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a la couleur | |btext=ος, ον :<br />qui a la couleur d'une feuille de vigne desséchée, rouge vif.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἄμπελος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:05, 23 August 2022
English (LSJ)
η, ον, A of the colour of withered vine-leaves, bright red, scarlet, [vestes] xerampelinae Juv.6.519; δίπλακες ξ. Lyd.Mag.1.17; χλαμύδες ξ. Suid. s.v. ἀτραβατικάς.
German (Pape)
[Seite 279] χιτών, von der Farbe des trocknen Weinlaubes, eine erst bei den Römern aufgekommene Art Purpur, vestes xerampelinae, Iuven. 6, 517, wo der Schol. erkl. medius inter coccum et muricem color.
Greek (Liddell-Scott)
ξηραμπέλῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα ἀπεξηραμμένων φύλλων ἀμπέλου, ἐρυθρός, vestes xerampelinae Ἰουβενάλ. 6. 519, ἔνθα ὁ Σχολ. ὁρίζων τὸ χρῶμα λέγει ὅτι εἶναι μεταξὺ κοκκίνου καὶ πορφυροῦ, medius inter coccum et muricm· οὕτω, δίπλακες ξ. Ἰω. Λυδ. 1. 16· χλαμύδες ξ. Σουΐδ. ἐν λ. ἀτραβατικός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la couleur d'une feuille de vigne desséchée, rouge vif.
Étymologie: ξηρός, ἄμπελος.
Greek Monolingual
ξηραμπέλινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα τών αποξηραμένων φύλλων της αμπέλου, κόκκινος, ερυθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + ἀμπέλινος (πρβλ. ωμ-αμπέλινος)].
Greek Monotonic
ξηραμπέλῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει το χρώμα των μαραμένων αμπελόφυλλων, ανοιχτό κόκκινο, ερυθρό, σε Ιουβεν.
Middle Liddell
ξηρ-αμπέλῐνος, η, ον
of the colour of withered vine-leaves, bright red, Juven.