παρέστιος: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parestios | |Transliteration C=parestios | ||
|Beta Code=pare/stios | |Beta Code=pare/stios | ||
|Definition=ον,(ἑστία) | |Definition=ον,(ἑστία) [[by]] or [[at the hearth]], λοιβαί <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>269</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ant.</span> 372</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1334</span>; <b class="b3">ἡ δ' εἴσω πελάνους καῖεν π</b>. <span class="bibl">A.R.4.713</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 23 August 2022
English (LSJ)
ον,(ἑστία) by or at the hearth, λοιβαί S.El.269, cf. Ant. 372, E.Med.1334; ἡ δ' εἴσω πελάνους καῖεν π. A.R.4.713.
German (Pape)
[Seite 518] neben oder bei dem Heerde, am Heerde; κτανοῦσα γὰρ τὸν σον κάσιν παρέστιον, Eur. Med. 1334; λοιβαί, Soph. El. 269; übh. = ἐφέστιος, μήτ' ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο, ὃς τάδ' ἔρδει, Ant. 373; Ap. Rh. 4, 713.
Greek (Liddell-Scott)
παρέστιος: ον (ἑστία) ὁ παρὰ τὴν ἑστίαν ἢ ἐπ’ αὐτῆς, παρεστίους σπένδοντα λιβὰς Σοφ. Ἠλ. 269· - καθόλου, = ἐφέστιος, Σοφ. Ἀντ. 372, Εὐρ. Μήδ. 1334.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est ou se fait près du foyer;
2 qui s'assied au foyer de, τινι.
Étymologie: παρά, ἑστία.
Greek Monolingual
-α, -ο / παρέστιος, -ον ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ' εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἑστία.
Greek Monotonic
παρέστιος: -ον (ἑστία), αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία ή πάνω σ' αυτή, σπιτικός, οικιακός, σε Σοφ.· γενικά, = ἐφέστιος, στον ίδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παρέστιος:
1) совершаемый у очага (λοιβαί Soph.);
2) разделяющий (с кем-л.) очаг: π. τινι γενέσθαι Soph. делить с кем-л. очаг, т. е. жить с кем-л. под одной крышей.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέστιος -ον [παρά, ἑστία] bij de haard:. μήτ’ ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο moge hij nooit bij mijn haard zitten Soph. Ant. 372.
Middle Liddell
παρ-έστιος, ον, ἑστία
by or at the hearth, Soph.:— generally, = ἐφέστιος, Soph., Eur.