σκίρτημα: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skirtima | |Transliteration C=skirtima | ||
|Beta Code=ski/rthma | |Beta Code=ski/rthma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[bound]], [[leap]], especially of restive or frightened animals, ἐμμανεῖ σ. ᾖσσον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>675</span>, cf. <span class="bibl">599</span> (lyr.); ποδῶν σκιρτήματα ἔλαυνε <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>836</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Hec.</span>526</span>, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:04, 23 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, bound, leap, especially of restive or frightened animals, ἐμμανεῖ σ. ᾖσσον A.Pr.675, cf. 599 (lyr.); ποδῶν σκιρτήματα ἔλαυνε E.HF836, cf. Hec.526, etc.
German (Pape)
[Seite 900] τό, Sprung, Tanz; ἐμμανεῖ σκιρτήματι ᾖσσον, Aesch. Prom. 678; Βάκχου, Eur. Bacch. 169; ποδῶν σκιρτήματα, Herc. Fur. 836; Sp., wie Plut., Luc. Bacch. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σκίρτημα: τό, τίναγμα, πήδημα, μάλιστα ἐπὶ δυσπειθῶν ἢ πεφοβησμένων ζῴων, σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκίαις λαβρόσυτος ἦλθον Αἰσχύλ. Πρ. 600, πρβλ. 675· ποδῶν σκιρτήματα ἔλαυνε Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 236, πρβλ. Ἑκ. 526, κτλ. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. σκιρτηματικῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1125.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bond, danse.
Étymologie: σκιρτάω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σκιρτῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιρτώ
μσν.
φρ. «σκιρτήματα της σαρκός» — σεξουαλικές ορμές, επιθυμίες.
Greek Monotonic
σκίρτημα: -ατος, τό, τίναγμα, άλμα, πήδημα, αναπήδημα, χοροπήδημα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκίρτημα -ατος, τό [σκιρτάω] sprong, danspas, buiteling.
Russian (Dvoretsky)
σκίρτημα: ατος τό прыжок, скачок Aesch., Eur., Plut., Luc.
Middle Liddell
σκίρτημα, ατος, τό, [from σκιρτάω
a bound, leap, Aesch., Eur.