συμφυΐα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symfyia
|Transliteration C=symfyia
|Beta Code=sumfui/+a
|Beta Code=sumfui/+a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σύμφυσις]], <span class="bibl">Ph.2.319</span>, Plu.2.1080f, 1112a, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.129</span>, etc.</span>
|Definition=ἡ, = [[σύμφυσις]], <span class="bibl">Ph.2.319</span>, Plu.2.1080f, 1112a, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.129</span>, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:48, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφῠΐα Medium diacritics: συμφυΐα Low diacritics: συμφυΐα Capitals: ΣΥΜΦΥΪΑ
Transliteration A: symphyḯa Transliteration B: symphuia Transliteration C: symfyia Beta Code: sumfui/+a

English (LSJ)

ἡ, = σύμφυσις, Ph.2.319, Plu.2.1080f, 1112a, S.E.M.7.129, etc.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, = σύμφυσις; Plut. Arat. 24; Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφυΐα: ἡ, = σύμφυσις, Πλούτ. 2. 1080F, 1112A. Σέξτ. Ἐμπ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. συμφυή.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συμφυής
1. η ιδιότητα του συμφυούς
2. (ιδίως για την Αγία Τριάδα) συνένωση, σύμφυση
νεοελλ.
(μεταλργ.) φαινόμενο που παρατηρείται στους χάλυβες και κατά το οποίο ο συνήθης περλίτης, εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε κοκκώδη με σαφώς χωρισμένα τα συστατικά του ύστερα από παρατεταμένες ανοπτήσεις σε θερμοκρασία κατώτερη από εκείνην του σχηματισμού του
μσν.-αρχ.
1. αρμονία, συμφωνία («τίς ἡ κοινωνία τούτων πρὸς ἄλληλα καὶ συμφυΐα καὶ σύμπνοια;», Γρηγ. Ναζ.)
2. σύμπνοια, ομοφωνία
3. συνάφεια, σύνδεση
4. ταυτότητα.

Russian (Dvoretsky)

συμφυΐα:сращение, сращенность Plut., Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc.