φοινικοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikofais
|Transliteration C=foinikofais
|Beta Code=foinikofah/s
|Beta Code=foinikofah/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ruddy-glancing]], πούς <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>163</span>(lyr.).</span>
|Definition=ές, [[ruddy-glancing]], πούς <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>163</span>(lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκοφᾰής Medium diacritics: φοινικοφαής Low diacritics: φοινικοφαής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΦΑΗΣ
Transliteration A: phoinikophaḗs Transliteration B: phoinikophaēs Transliteration C: foinikofais Beta Code: foinikofah/s

English (LSJ)

ές, ruddy-glancing, πούς E.Ion163(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1296] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. πούς, Ion 163.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῐκοφαής: -ές, ὁ φαινόμενος φοινικοῦς, οὐκ ἄλλῃ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant de couleur rouge, d'un rouge brillant.
Étymologie: φοῖνιξ¹, φάος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση του πορφυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].

Greek Monotonic

φοινῑκοφαής: -ές (φάος), αυτός που φαίνεται ερυθρός, πούς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοφαής: отливающий пурпуром (πούς, sc. τοῦ κύκνου Eur.).

Middle Liddell

φοινῑκο-φαής, ές φάος
ruddy-glancing, πούς Eur.