δημηγορικός: Difference between revisions
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dimigorikos | |Transliteration C=dimigorikos | ||
|Beta Code=dhmhgoriko/s | |Beta Code=dhmhgoriko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[suited to public speaking]], opp. [[δικανικός]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.48</span>; [[προοίμια]], title of work by Critias, <span class="bibl">Hermog. <span class="title">Id.</span>2.11</span>; [[popular]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>482e</span>; δ. καὶ δικανικὴ σοφία <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>365d</span>, etc.; λέξις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1413b4</span>: Comp. or Sup., ib.<span class="bibl">1418a1</span>:—<b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]), = [[δημηγορία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>222c</span>; τὰ -κά <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1354b28</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.4.26</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, suited to public speaking, opp. δικανικός, X.Mem.1.2.48; προοίμια, title of work by Critias, Hermog. Id.2.11; popular, Pl.Grg.482e; δ. καὶ δικανικὴ σοφία Id.R.365d, etc.; λέξις Arist.Rh.1413b4: Comp. or Sup., ib.1418a1:—ἡ -κή (sc. τέχνη), = δημηγορία, Pl.Sph.222c; τὰ -κά Arist.Rh.1354b28. Adv. -κῶς Poll.4.26.
German (Pape)
[Seite 562] ή, όν, zum Volksredner gehörig, geschickt, Xen. Mem. 1, 2, 48; τέχνη, Plat. Soph. 222 c; σοφία, Rep. II, 365 d; λόγοι, Reden vor dem Volke, Arist. Nic. 10, 10; τὰ δημ. = ἡ δημηγορία, rhet. 1, 1. – Adv., Poll. 4, 26.
Greek (Liddell-Scott)
δημηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος πρὸς δημοσίαν ἀγόρευσιν ἔχων τὴν πρὸς τοῦτο ἱκανότητα. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 48· δ. σοφία Πλάτ. Πολιτ. 365D, κτλ.· λέξις Ἀριστ. Ρητ. 3. 12. 5· ἀντίθ. δικανικός, Ἀριστ. Νικ. 10, 10, Διόδ. Ἁλ. Δημ. 2· - ἡ δημηγορικὴ (ἐνν. τέχνη) = δημηγορία, Πλάτ. Σοφ. 222C· οὕτω, τὰ δημηγορικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui convient aux harangues publiques.
Étymologie: δημηγόρος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): δημογ- Eust.694.3
I 1ret. público, deliberativo, propio de la oratoria política esp. op. δικανικός ‘forense’ πειθοῦς διδάσκαλοι σοφίαν δημηγορικὴν καὶ δικανικὴν διδόντες Pl.R.365d, λέξις δ. Arist.Rh.1413b4, λόγοι δικανικοὶ καὶ δημηγορικοί Arist.EN 1181a5, cf. D.H.Dem.1.1, Amm.1.10.2, Th.55.1, ἔστιν δὲ τὰ μὲν παραδείγματα δημηγορικώτερα, τὰ δ' ἐνθυμήματα δικανικώτερα Arist.Rh.1418a2, Δημηγορικὰ προοίμια tít. de una obra de Critias, Hermog.Id.2.11 (p.402)
•subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) la elocuencia deliberativa Pl.Sph.222c, τὰ δημηγορικά los discursos deliberativos Arist.Rh.1354b23
•gener. propio de o adecuado al discurso público δ. ἱμάτιον un manto apropiado para hablar en público Philostr.VS 619, δ. βῆμα D.C.56.34.4
•en mal sent. propio de un orador demagógico Pl.Grg.482e.
2 de pers. hábil orador público, que destaca como orador en la asamblea op. δικανικός X.Mem.1.2.48, cf. Smp.4.6.
II adv. -ῶς de un modo propio de la elocuencia deliberativa Poll.4.26.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δημηγορικός, -ή, -όν) δημηγόρος
ο κατάλληλος για δημηγορία
(Πλάτ., Πολιτ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική
η τέχνη του να αγορεύει κανείς δημόσια
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά
η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό.
Greek Monotonic
δημηγορικός: -ή, -όν, αυτός που αφορά στη δημόσια αγόρευση, επιτήδειος σε αυτή, σε Ξεν.· ἡ -κή (ενν. τέχνη) = δημηγορία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δημηγορικός:
1) относящийся к публичным выступлениям, ораторский (τέχνη Plat.; γένος λόγων Arst.);
2) владеющий ораторским искусством, умеющий публично выступать (sc. ἄνδρες Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημηγορικός -ή -όν [δημηγορία] bedreven in welsprekendheid:; οὐχ ἵνα δημηγορικοί... γένοιντο niet met de bedoeling bedreven in welsprekendheid te worden Xen. Mem. 1.2.48; subst. ἡ δημηγορική politieke welsprekendheid; τὰ δημηγορικά politieke redevoeringen.
Middle Liddell
[from δημηγόρος
of or for public speaking, qualified for it, Xen.: ἡ -κή (sc. τέχνη), = δημηγορία, Plat.