νυμφοκόμος: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nymfokomos | |Transliteration C=nymfokomos | ||
|Beta Code=numfoko/mos | |Beta Code=numfoko/mos | ||
|Definition=ον, (κομέω) | |Definition=ον, (κομέω) [[dressing a bride]], ἡ ν. [[bridesmaid]], Hsch.: generally, [[bridal]], γάμος <span class="bibl">E. <span class="title">IA</span>1087</span> (lyr.); θάλαμοι <span class="title">IG</span>12(8).600 (Thasos); [[στολίδες]] <span class="title">Sammelb.</span> 6178.3; πάλη <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>48.183</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 05:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, (κομέω) dressing a bride, ἡ ν. bridesmaid, Hsch.: generally, bridal, γάμος E. IA1087 (lyr.); θάλαμοι IG12(8).600 (Thasos); στολίδες Sammelb. 6178.3; πάλη Nonn.D.48.183.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφοκόμος: -ον, (κομέω) ὁ ἐνδύων ἢ κοσμῶν νύμφην, «ἡ νυμφεύτρια ἡ κοσμοῦσα τὴν νύμφην» Ἡσύχ.· - καθόλου, νυμφικός, γάμος· Εὐρ. Ι. Λ. 1087· μάχη Νόνν. Δ. 48. 183.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pare la jeune épouse.
Étymologie: νύμφη, κομέω.
Greek Monolingual
νυμφοκόμος, -ον (Α)
1. αυτός που στολίζει τη νύφη
2. νυφικός («νυμφοκόμοις θαλάμοις», επιγρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ νυμφοκόμος
η παράνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι»), πρβλ. νοσοκόμος.
Greek Monotonic
νυμφοκόμος: -ον (κομέω), αυτός που ντύνει ή στολίζει τη νύφη· γενικά, νυφικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νυμφοκόμος: наряжающий невесту Eur.
Middle Liddell
νυμφο-κόμος, ον, κομέω
dressing a bride:—generally, bridal, Eur.