ὁμόχρονος: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omochronos
|Transliteration C=omochronos
|Beta Code=o(mo/xronos
|Beta Code=o(mo/xronos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contemporaneous]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>9.128a</span>.</span>
|Definition=ον, [[contemporaneous]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>9.128a</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:02, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόχρονος Medium diacritics: ὁμόχρονος Low diacritics: ομόχρονος Capitals: ΟΜΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: homóchronos Transliteration B: homochronos Transliteration C: omochronos Beta Code: o(mo/xronos

English (LSJ)

ον, contemporaneous, Them.Or.9.128a.

German (Pape)

[Seite 342] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contemporain.
Étymologie: ὁμός, χρόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρονος, -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)
αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος
νεοελλ.
1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο
2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα»
βιολ. κατά τον Δαρβίνο, μορφή κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς κατά την ηλικία που εμφανίστηκαν και στους προγόνους
αρχ.
συνομήλικος, συνηλικιώτης, σύγχρονος.
επίρρ...
ομοχρόνως και ομόχρονα (ΑΜ ὁμοχρόνως)
ταυτοχρόνως, συγχρόνως, κατά την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homochronous].

Greek Monotonic

ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, ταυτόχρονος.

Middle Liddell

ὁμό-χρονος, ον,
contemporaneous.