κα: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - " shortd." to " shortened")
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κα και κυπρ. τ. κας (Α)<br /><b>1.</b> συγκεκομμένος, βραχύτερος [[τύπος]] της πρόθεσης [[κατά]], ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[πριν]] από [[άρθρο]] που αρχίζει από <i>τ</i> («κα τὸν νόμον»)<br /><b>2.</b> [[επίσης]] εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («[[καβαίνων]]» [[αντί]] <i>καταβαίνων</i>, «[[καββάλλω]]» [[αντί]] [[καταβάλλω]]).<br /><b>(II)</b><br />κα (Α)<br />δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου <i>κε</i>(<i>ν</i>), αττ. και αρκαδ. τ. <i>αν</i><br />συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο [[οποίος]] θα σάς αγόραζε με φανερή [[ζημιά]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ [[τῆνος]]» — αν [[τυχόν]] [[εκείνος]] πάρει την [[αίγα]], <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κε</i>(<i>ν</i>)].<br /><b>(III)</b><br />κἀ (Α)<br />[[κράση]] του <i>καὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἐ</i>, δηλ. της προθ. <i>ἐμ</i> (=<i>ἐν</i>) («[[πέπονθα]]... ἅττα κἀ πίσσῃ μῡς» — έχω πάθει όσα ο [[ποντικός]] [[μέσα]] σε [[πίσσα]], Ηρώνδ.).
|mltxt=<b>(I)</b><br />κα και κυπρ. τ. κας (Α)<br /><b>1.</b> συγκεκομμένος, βραχύτερος [[τύπος]] της πρόθεσης [[κατά]], ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[πριν]] από [[άρθρο]] που αρχίζει από <i>τ</i> («κα τὸν νόμον»)<br /><b>2.</b> [[επίσης]] εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («[[καβαίνων]]» [[αντί]] <i>καταβαίνων</i>, «[[καββάλλω]]» [[αντί]] [[καταβάλλω]]).<br /><b>(II)</b><br />κα (Α)<br />δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου <i>κε</i>(<i>ν</i>), αττ. και αρκαδ. τ. <i>αν</i><br />συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο [[οποίος]] θα σάς αγόραζε με φανερή [[ζημιά]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ [[τῆνος]]» — αν [[τυχόν]] [[εκείνος]] πάρει την [[αίγα]], <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κε</i>(<i>ν</i>)].<br /><b>(III)</b><br />κἀ (Α)<br />[[κράση]] του <i>καὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἐ</i>, δηλ. της προθ. <i>ἐμ</i> (=<i>ἐν</i>) («[[πέπονθα]]... ἅττα κἀ πίσσῃ μῦς» — έχω πάθει όσα ο [[ποντικός]] [[μέσα]] σε [[πίσσα]], Ηρώνδ.).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:13, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱ Medium diacritics: κα Low diacritics: κα Capitals: ΚΑ
Transliteration A: ka Transliteration B: ka Transliteration C: ka Beta Code: ka

English (LSJ)

Dor. for Ep., Aeol. κε (ν),= Att., Arc. ἄν, SIG9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., Leg.Gort.1.9, Foed.Delph.Pell.2A9, Ar.Ach. 737, 799, Lys.117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., SIG56.8 (Argos, v B.C.), Leg.Gort.1.1, etc.]
κᾰ, shortened form of κατά used before the article, A κα τὸν νόμον IG5 (2).16 (Arcadia); κα τῶννυ ib.262; κα τοὺς νόμους SIG2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα SIG705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ Inscr.Magn.179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. καβαίνων, etc. II Cypr.,= κάς, Inscr.Cypr.135.5 H., Schwyzer 683.8.

French (Bailly abrégé)

dor. c. κε.

Greek Monolingual

(I)
κα και κυπρ. τ. κας (Α)
1. συγκεκομμένος, βραχύτερος τύπος της πρόθεσης κατά, ο οποίος χρησιμοποιείται πριν από άρθρο που αρχίζει από τ («κα τὸν νόμον»)
2. επίσης εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («καβαίνων» αντί καταβαίνων, «καββάλλω» αντί καταβάλλω).
(II)
κα (Α)
δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου κε(ν), αττ. και αρκαδ. τ. αν
συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο οποίος θα σάς αγόραζε με φανερή ζημιά, Αριστοφ.
β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ τῆνος» — αν τυχόν εκείνος πάρει την αίγα, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κε(ν)].
(III)
κἀ (Α)
κράση του καὶ + , δηλ. της προθ. ἐμ (=ἐν) («πέπονθα... ἅττα κἀ πίσσῃ μῦς» — έχω πάθει όσα ο ποντικός μέσα σε πίσσα, Ηρώνδ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾱ: дор. = ион. κε(ν).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κα Dor., zie κε (ν) en ἄν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: pcle
See also: s. κε.

Frisk Etymology German

κα: {ka}
Meaning: Partikel
See also: s. κε.
Page 1,749