ἀποξένωσις: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποξένωσις:''' εως ἡ пребывание на чужбине Plut.
|elrutext='''ἀποξένωσις:''' εως ἡ [[пребывание на чужбине]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀποξενόω]]<br />a [[living]] [[abroad]], Plut.
|mdlsjtxt=[from [[ἀποξενόω]]<br />a [[living]] [[abroad]], Plut.
}}
}}

Revision as of 14:50, 2 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποξένωσις Medium diacritics: ἀποξένωσις Low diacritics: αποξένωσις Capitals: ΑΠΟΞΕΝΩΣΙΣ
Transliteration A: apoxénōsis Transliteration B: apoxenōsis Transliteration C: apoksenosis Beta Code: a)poce/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A living abroad, Plu. Pomp.80. 2 exile, Paul.Al.E.2 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, Entfernung aus der Heimath, Aufenthalt in der Fremde, Plut. Pomp. 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξένωσις: -εως, ἡ, ἡ ἀποδημία εἰς ξένον τόπον, διαμονὴ ἐν τῃ ἀλλοδαπῇ, ὡς μὴ κατὰ πάντα μέμφωμαι τὴν ἀποξένωσιν Πλουτ. Πομπ. 80, κτλ.· ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, κατὰ τὴν ἐν ἀμφοτέραις ἐνεργείαις τοῦ μονογενοῦς τελείαν κατ’ αὐτοὺς ἀποξένωσιν Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 60Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
séjour à l’étranger.
Étymologie: ἀποξενόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 estancia en un país extranjero διεμάχετο πρὸς τὴν ἀποξένωσιν Plu.2.649e, cf. Pomp.80.
2 exilio, destierro ἀποξενώσεις τῆς τοιαύτης στάσεως Paul.Al.25.15, cf. 56.13, πατρίδος Gr.Naz.M.35.864D, αὐτοῦ Aq.Abd.12.

Greek Monotonic

ἀποξένωσις: -εως, ἡ, διαμονή στην αλλοδαπή, μετανάστευση ή ταξίδι σε ξένο τόπο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξένωσις: εως ἡ пребывание на чужбине Plut.

Middle Liddell

[from ἀποξενόω
a living abroad, Plut.