μήνα: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
(3)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:


{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μήνα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[moon]] [[διχόμηνις]] ὅλον [[χρυσάρματος]] ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.20)
|sltr=<b>μήνα</b> [[moon]] [[διχόμηνις]] ὅλον [[χρυσάρματος]] ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.20)
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:32, 3 September 2022

English (Slater)

μήνα moon διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.20)

Greek Monolingual

μήνα) (ερωτηματικό μόριο) μήπως, μη τυχόνγιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα, μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μήνα προέρχεται από συνεκφορά τών μορίων μή και νά. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, από το μήν αναλογικά με επιρρήματα σε -α].

Russian (Dvoretsky)

μήνα: ἡ дор. = μήνη.