κλυτόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κλῠτόκαρπος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[glorious]] [[fruit]] met. [[οἴκαδε]] κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' [[ἄνευ]] στεφάνων (N. 4.76)
|sltr=<b>κλῠτόκαρπος</b> [[with]] [[glorious]] [[fruit]] met. [[οἴκαδε]] κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' [[ἄνευ]] στεφάνων (N. 4.76)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:35, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόκαρπος Medium diacritics: κλυτόκαρπος Low diacritics: κλυτόκαρπος Capitals: ΚΛΥΤΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: klytókarpos Transliteration B: klytokarpos Transliteration C: klytokarpos Beta Code: kluto/karpos

English (LSJ)

ον, glorious with fruit, κ. στέφανοι Pi.N.4.76.

German (Pape)

[Seite 1457] durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόκαρπος: -ον, ἔνδοξος, πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. στέφανος Πινδ. Ν. 4. 124.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits renommés, fig. glorieux par ses fruits.
Étymologie: κλυτός, καρπός.

English (Slater)

κλῠτόκαρπος with glorious fruit met. οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76)

Greek Monolingual

κλυτόκαρπος, -ον (Α)
ονομαστός για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + καρπός (πρβλ. αριστό-καρπος, λεπτό-καρπος)].

Greek Monotonic

κλῠτόκαρπος: -ον, ένδοξος για τα φρούτα του, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτόκαρπος: славный своими плодами (στέφανος Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυτόκαρπος -ον [κλυτός, καρπός] beroemd om zijn vruchten.

Middle Liddell

κλῠτό-καρπος, ον
glorious with fruit, Pind.