βατός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />où l’on peut aller, accessible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βαίνω]].
|btext=ή, όν :<br />où l'on peut aller, accessible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βαίνω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 09:59, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτός Medium diacritics: βατός Low diacritics: βατός Capitals: ΒΑΤΟΣ
Transliteration A: batós Transliteration B: batos Transliteration C: vatos Beta Code: bato/s

English (LSJ)

ή, όν, (βαίνω) A passable, accessible, τοῖς ὑποζυγίοις X.An. 4.6.17, cf. Men.924, Arr.An.4.21.3, Nonn.D.1.54, al.; = βέβηλος, opp. ἄβατος, Porph.Abst.4.11: metaph., permissible, Just.Nov.30.8 Intr. II Act., speeding, πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

German (Pape)

[Seite 439] ή, όν, gangbar, ersteigbar, τὰ βατά Soph. frg. 109; τοῖς ὑποζυγίοις Xen. An. 4, 6, 17; λίμνη Pol. 10, 8; zu durchwaten, Arr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰτός: -ή, -όν, (βαίνω) διαβατός, εὔβατος, τοῖς ὑποζυγίοις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17, Ἀρρ. Ἀν. 4. 21, 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 39. – Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἴδε ἐν λ. βέβηλος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
où l'on peut aller, accessible.
Étymologie: adj. verb. de βαίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 accesible, a donde se puede llegar de montañas, X.An.4.6.17, τόπος Men.Fr.751, cf. Arr.An.4.21.3, γῆ IKyme 37.39, ISmyrna 210.10 (imper.), χθών UPZ 226.10 (II a.C.), Nonn.Par.Eu.Io.1.36, τὸ ἱερόν Porph.Abst.4.11
del mar, ríos vadeable, que se puede cruzar θάλασσα Lyc.1414, cf. Philostr.Im.1.25.2, Nonn.D.1.54, Par.Eu.Io.6.19
fig. accesible, fácil del estilo de Tucídides AP 9.583, ὥστε μηδενὶ τὰς τοιαύτας ἀργυρολογίας βατὰς ... γίνεσθαι Iust.Nou.30.8 tít.
2 rápido πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βατός, -ή, -όν) βαίνω
1. διαβατός, ευκολοπέραστος
2. κατορθωτός, εύκολος στην αντιμετώπισή του
μσν.
εκείνος που επιτρέπεται, που δεν είναι απαγορευμένος
αρχ.
1. βέβηλος (αντίθ. του άβατος)
2. φρ. «βατὸς πούς» — πόδι που κινείται γρήγορα.

Greek Monotonic

βᾰτός: -ή, -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βᾰτός: (удобо)проходимый (τινι Xen., Men.; Soph. - v.l. к ἄβατος; ἡ ψάμμος Luc.; τόπος Plut.).

Middle Liddell

βαίνω
passable, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βατός -ή -όν βαίνω begaanbaar.