θύρασι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> à la porte, dehors;<br /><b>2</b> au dehors, à l’étranger.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]], -σι.
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> à la porte, dehors;<br /><b>2</b> au dehors, à l'étranger.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]], -σι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύρᾱσι Medium diacritics: θύρασι Low diacritics: θύρασι Capitals: ΘΥΡΑΣΙ
Transliteration A: thýrasi Transliteration B: thyrasi Transliteration C: thyrasi Beta Code: qu/rasi

English (LSJ)

θύρ-σιν [ῠ], Adv., (θύρα) A at the door, without, Ar.V.891,Pax 942, 1023,al. 2 abroad (written θύραισι in codd.), E.El.1074, S. OC401.

German (Pape)

[Seite 1227] draußen vor der Thür; Ar. Vesp. 891 Lys. 353 u. öfter; Eur. El. 1074; außerhalb des Landes, Soph. O. C. 402, v.l. θύραισι.

Greek (Liddell-Scott)

θύρᾱσι: -σιν, Ἐπίρρ. (θύρα) ἐν τῇ θύρᾳ, ἔξω, ἐκτός, Λατ. foris, Ἀριστοφ. Σφηξ. 891, Εἰρ. 942, 1023, κ. ἀλλ. 2) ἔξω τῆς οἰκίας, ἔξω τῆς χώρας, Εὐρ. Ἠλ. 1074. - Συχνάκις γραφόμενον ἐσφαλμένως θύραισι, ἴδε Elmsl. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 401.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 à la porte, dehors;
2 au dehors, à l'étranger.
Étymologie: θύρα, -σι.

Greek Monolingual

θύρασι(ν) (Α) θύρα
επίρρ.
1. έξω, στην πόρτα, εμπρός στην πόρτα
2. έξω από το σπίτι ή από τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του θύρα με σημασία τοπικού επιρρ.].

Greek Monotonic

θύρᾱσι: -σιν, επίρρ. (θύρα),
1. στην πόρτα έξω, εκτός, Λατ. foris, σε Αριστοφ.
2. έξω από το σπίτι, εκτός χώρας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θύρᾱσι: (ν) (ῠ)
1) снаружи, вне: εἴ τις θ., εἰσίτω Arph. если (есть) кто-л. снаружи, пусть войдет; θ. εὐπρεπὲς φαίνειν πρόσωπον Eur. выставлять напоказ свою красоту;
2) за пределами (своей) страны, за границей (κεῖσθαι Soph.).

Middle Liddell

θύρα
1. at the door, outside, without, Lat. foris, Ar.
2. out of doors, abroad, Eur.

English (Woodhouse)

from home, out of doors

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)