βοάγριον: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βοάγριον:''' τό щит из буйволовой кожи Hom., Anth.
|elrutext='''βοάγριον:''' τό [[щит из буйволовой кожи]] Hom., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:50, 13 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοάγριον Medium diacritics: βοάγριον Low diacritics: βοάγριον Capitals: ΒΟΑΓΡΙΟΝ
Transliteration A: boágrion Transliteration B: boagrion Transliteration C: voagrion Beta Code: boa/grion

English (LSJ)

τό, shield of wild bull's hide, Il.12.22, Od.16.296, AP9.323 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 450] τό, Schild vom Fell eines (wilden?) Ochsen; Hom. zweimal, Iliad. 12, 22 πολλὰ βοάγρια καὶ τρυφάλειαι, Odyss. 16, 296 δύο φάσγανα καὶ δύο δοῦρε καὶ δοιὰ βοάγρια; – sp. D., wie Antip. 29 (IX, 323).

Greek (Liddell-Scott)

βοάγριον: τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bouclier de peau de bœuf sauvage.
Étymologie: βόαγρος.

English (Autenrieth)

shield of ox-hide, pl., Il. 12.22 and Od. 16.296.

Spanish (DGE)

-ου, τό
escudo de piel de toro, Il.12.22, Od.16.296, AP 9.323 (Antip.Sid.), Lyc.854.

Greek Monolingual

βοάγριον, το (Α)
ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική].

Greek Monotonic

βοάγριον: τό, ασπίδα που είναι φτιαγμένη από δέρμα άγριου ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βοάγριον: τό щит из буйволовой кожи Hom., Anth.

Middle Liddell

[From βόαγρος
a shield of wild bull's hide, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοάγριον -ου, τό βόαγρος schild (van leer gemaakt).