μονάς: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μονάς]], | |mdlsjtxt=[[μονάς]], ''Ionic'' μουνάς, άδος, [[special]] fem. of [[μόνος]]<br /><b class="num">I.</b> [[alone]], [[solitary]], Eur.; as masc. of a man, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[μονάς]], άδος, a [[unit]], Plat. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[alone]], [[number one]], [[the figure one]], [[the number one]] | |woodrun=[[alone]], [[number one]], [[the figure one]], [[the number one]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:32, 21 September 2022
English (LSJ)
Ion. μουνάς (AP9.482 (Agath.)), άδος, ἡ, special fem. of μόνος, A solitary, ἐρημία E.Ba.609 (troch.); αἰών Id.Ph.1520 (lyr.); of a woman, alone, by oneself, Id.Andr.855 (lyr.): as masc., of a man, A. Pers.734 (troch.). II as substantive μονάς, ἡ, unit, Pl.Phd.101c, 105c, Arist.Metaph.1089b35, etc.; monad, Procl.Inst.64, in Alc.p.51 C. (pl.), Dam.Pr.199, al.: in Pythag. philosophy, to denote fire, Plu.Num. 11. 2 Ion., = οἴνη, ace on a die, Poll.7.204. 3 as a measure of length, = δάκτυλος, Hero *Geom.4.2; εἰς μονάδας ἀγαγεῖν reduce to units (of weight, here drachmae), Ph.Bel.51.24; διεξασμένη κατὰ μονάδας, of alum, Dsc.5.106.
German (Pape)
[Seite 201] άδος, als adj. = μόνος, μονάδα δὲ Ξέρξην, ἔρημον, Aesch. Pers. 720; μονάδ' ἔχουσ' ἐρημίαν, Eur. Bacch. 609, vgl. Andr. 855; ἀρχαί, Plut. fac. orb. lun. 12. άδος, ἡ, die Einheit; μονάδος δεῖν μετασχεῖν, ὃ ἂν μέλλῃ ἓν ἔσεσθαι Plat. Phaed. 101 e, öfter; Plut. u. a. Sp.; auch das Einfache, Untheilbare, weil es nicht aus mehreren Theilen zusammengesetzt ist. – Das As oder die Eins auf den Würfeln, Poll. 7, 204. 9, 95. – Als Längenmaaß = δάκτυλος, Heron.
Greek (Liddell-Scott)
μονάς: Ἰων. μουνὰς (Ἀνθ. Π. 9. 482), -άδος, ἡ, ἴδιον θηλ. τοῦ μόνος, μόνη, μοναχή, μεμονωμένη, ἐρημία Εὐρ. Βάκχ. 609· αἰὼν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1520· ― ἐπὶ γυναικός, μόνη κατάμονος, ὁ αὐτ’ ἐν Ἀνδρ. 854· ὡσαύτως ὡς ἀρσεν. ἐπὶ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 734· πρβλ. λογάς. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μονάς, ἡ, Πλάτ. Φαίδων 101C, 105C, κλ., πρβλ. μονάζω ΙΙ· ― ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ ἐσήμαινε τὸ πῦρ, Πλουτ. Νουμ. 11· ― ἡ μ. ἐν τριάδι, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8921. 2) τὸ μέρος τοῦ κύβου τὸ ἔχον ἓν στίγμα, Πολυδ. Ζ΄, 204. 3) ὡς μέτρον μήκους = δάκτυλος, Ἥρων.
French (Bailly abrégé)
άδος
1 adj. (ὁ, ἡ) seul, solitaire, isolé;
2 subst.ἡ μονάς, l'unité.
Étymologie: μόνος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μονάς, -άδος)
βλ. μονάδα.
Greek Monotonic
μονάς: Ιων. μουνάς, -άδος, ιδιαίτερος τύπος θηλ. του μόνος, μόνη, μοναχική, σε Ευρ.·
I. ως αρσ. λέγεται για άνδρα, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., μονάς, ἡ, μονάδα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μονάς:
I ион. μουνάς, άδος adj.
1) одинокий (ἐρημία Eur.);
2) покинутый, брошенный (Ξέρξης Aesch.).
άδος ἡ
1) мат. единица (ἡ μ. ἐλάχιστον ἐν τοῖς ἀριθμοῖς Arst.);
2) филос. монада, простая сущность (δεῖ μονάδος μετασχεῖν, ὃ ἂν μέλλῃ ἓν ἔσεσθαι Plat.).
Middle Liddell
μονάς, Ionic μουνάς, άδος, special fem. of μόνος
I. alone, solitary, Eur.; as masc. of a man, Aesch.
II. as substantive, μονάς, άδος, a unit, Plat.