στυλ: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[στιλ]], το, Ν<br /><b>άκλ.</b><br /><b>1.</b> <b>λογοτ.</b> [[ιδιαίτερος]] [[τρόπος]] έκφρασης, ύφος<br /><b>2.</b> (καλ. τεχν.) [[ρυθμός]], [[τεχνοτροπία]] («γοτθικό [[στυλ]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]], [[παρουσιαστικό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «έχει [[στυλ]]»<br /><b>μτφ.</b> έχει προσωπικό ύφος, έχει [[προσωπικότητα]], έχει αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>style</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>stilus</i> «[[ραβδί]], αιχμηρό [[εργαλείο]] με το οποίο έγραφαν στις κέρινες πινακίδες». To -<i>y</i>- του γαλλ. τ. οφείλεται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του ελλ. [[στύλος]]]. | |mltxt=και [[στιλ]], το, Ν<br /><b>άκλ.</b><br /><b>1.</b> <b>λογοτ.</b> [[ιδιαίτερος]] [[τρόπος]] έκφρασης, ύφος<br /><b>2.</b> (καλ. τεχν.) [[ρυθμός]], [[τεχνοτροπία]] («γοτθικό [[στυλ]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]], [[παρουσιαστικό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «έχει [[στυλ]]»<br /><b>μτφ.</b> έχει προσωπικό ύφος, έχει [[προσωπικότητα]], έχει αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>style</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>stilus</i> «[[ραβδί]], αιχμηρό [[εργαλείο]] με το οποίο έγραφαν στις κέρινες πινακίδες». To -<i>y</i>- του γαλλ. τ. οφείλεται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του ελλ. [[στύλος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:25, 27 September 2022
Greek Monolingual
και στιλ, το, Ν
άκλ.
1. λογοτ. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης, ύφος
2. (καλ. τεχν.) ρυθμός, τεχνοτροπία («γοτθικό στυλ»)
3. μτφ. εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό
4. φρ. «έχει στυλ»
μτφ. έχει προσωπικό ύφος, έχει προσωπικότητα, έχει αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. style < λατ. stilus «ραβδί, αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έγραφαν στις κέρινες πινακίδες». To -y- του γαλλ. τ. οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του ελλ. στύλος].