στύψη: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / στῡψις, -ύψεως, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμο) [[στυφάδα]], στυπτικοτητα<br /><b>2.</b> (στη βαφική) [[εμβάπτιση]] σε στυπτική [[ουσία]] υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το [[χρώμα]] να [[είναι]] ανεξίτηλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> η [[στυπτηρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[δέρμα]]) [[συστολή]], [[συρρίκνωση]]<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[πρόκληση]] δυσκοιλιότητας<br /><b>3.</b> (στην [[αρωματοποιία]]) [[συμπύκνωση]] του ελαίου, η οποία επιτυγχάνεται με τη [[χρήση]] διαφόρων στυπτικών ουσιών προκειμένου να διατηρηθεί για μεγαλύτερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] το [[άρωμα]] του μίγματος<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ασκητισμός]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / στῡψις, -ύψεως, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμο) [[στυφάδα]], στυπτικοτητα<br /><b>2.</b> (στη βαφική) [[εμβάπτιση]] σε στυπτική [[ουσία]] υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το [[χρώμα]] να [[είναι]] ανεξίτηλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> η [[στυπτηρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[δέρμα]]) [[συστολή]], [[συρρίκνωση]]<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[πρόκληση]] δυσκοιλιότητας<br /><b>3.</b> (στην [[αρωματοποιία]]) [[συμπύκνωση]] του ελαίου, η οποία επιτυγχάνεται με τη [[χρήση]] διαφόρων στυπτικών ουσιών προκειμένου να διατηρηθεί για μεγαλύτερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] το [[άρωμα]] του μίγματος<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ασκητισμός]].
|mltxt=η / στῡψις, -ύψεως, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμο) [[στυφάδα]], στυπτικοτητα<br /><b>2.</b> (στη βαφική) [[εμβάπτιση]] σε στυπτική [[ουσία]] υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το [[χρώμα]] να [[είναι]] ανεξίτηλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> η [[στυπτηρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[δέρμα]]) [[συστολή]], [[συρρίκνωση]]<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[πρόκληση]] δυσκοιλιότητας<br /><b>3.</b> (στην [[αρωματοποιία]]) [[συμπύκνωση]] του ελαίου, η οποία επιτυγχάνεται με τη [[χρήση]] διαφόρων στυπτικών ουσιών προκειμένου να διατηρηθεί για μεγαλύτερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] το [[άρωμα]] του μίγματος<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ασκητισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 19:25, 27 September 2022

Greek Monolingual

η / στῡψις, -ύψεως, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα
2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο
νεοελλ.
χημ. η στυπτηρία
αρχ.
1. (σχετικά με δέρμα) συστολή, συρρίκνωση
2. (για τροφή) πρόκληση δυσκοιλιότητας
3. (στην αρωματοποιία) συμπύκνωση του ελαίου, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση διαφόρων στυπτικών ουσιών προκειμένου να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το άρωμα του μίγματος
4. μτφ. ασκητισμός.