διαβρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diabre/xw
|Beta Code=diabre/xw
|Definition=[[soak]], τἀρτύματα <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>306</span>: abs., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>866a10</span>:—Pass., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>1.23</span>, cf. <span class="title">Gp.</span>17.17.2; [[διαβεβρεγμένος]], of a person, [[soaked in liquor]], <span class="bibl">Hld.5.31</span>; πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι Zeno Stoic.1.65; ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς <span class="bibl">Porph. <span class="title">Chr.</span>30</span>.
|Definition=[[soak]], τἀρτύματα <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>306</span>: abs., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>866a10</span>:—Pass., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>1.23</span>, cf. <span class="title">Gp.</span>17.17.2; [[διαβεβρεγμένος]], of a person, [[soaked in liquor]], <span class="bibl">Hld.5.31</span>; πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι Zeno Stoic.1.65; ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς <span class="bibl">Porph. <span class="title">Chr.</span>30</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[mojar]], [[empapar]], [[γλῶσσα]] ὑπὸ ξηρότητος [[ἐνίοτε]] ὑπότραυλος, ἕως διαβρέξειεν Hp.<i>Epid</i>.7.43, τὸ δὲ ὀλίγον (ποτόν) ... διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Arist.<i>Pr</i>.866<sup>a</sup>10, ἐν οἴνῳ Thphr.<i>HP</i> 9.9.3, δέρματα διαβρέχοντες ἤσθιον D.C.74.12.5, cf. Chrys.M.63.208.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas., intr. [[inundarse]], [[empaparse]] ὁ [[ἐγκέφαλος]] Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι (τοὺς θέρμους) Zeno <i>Stoic</i>.1.65, διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος Luc.<i>Trag</i>.304, τῶν σπογγῶν διαβραχέντων al empaparse las esponjas</i> Babr.111.19, ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχέντα Ael.<i>NA</i> 1.23, κράμβης διαβραχείσης ἐν ὄξει δέσμην φαγεῖν <i>Gp</i>.17.17.2<br /><b class="num">•</b>fig. διαβρέχεις τ' ἀρτύματα A.<i>Fr</i>.306, de un borracho ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph.<i>Chr</i>.30.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> διεβράχην;<br />traverser par l'humidité, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βρέχω]].
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> διεβράχην;<br />traverser par l'humidité, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βρέχω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[mojar]], [[empapar]], [[γλῶσσα]] ὑπὸ ξηρότητος [[ἐνίοτε]] ὑπότραυλος, ἕως διαβρέξειεν Hp.<i>Epid</i>.7.43, τὸ δὲ ὀλίγον (ποτόν) ... διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Arist.<i>Pr</i>.866<sup>a</sup>10, ἐν οἴνῳ Thphr.<i>HP</i> 9.9.3, δέρματα διαβρέχοντες ἤσθιον D.C.74.12.5, cf. Chrys.M.63.208.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas., intr. [[inundarse]], [[empaparse]] ὁ [[ἐγκέφαλος]] Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι (τοὺς θέρμους) Zeno <i>Stoic</i>.1.65, διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος Luc.<i>Trag</i>.304, τῶν σπογγῶν διαβραχέντων al empaparse las esponjas</i> Babr.111.19, ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχέντα Ael.<i>NA</i> 1.23, κράμβης διαβραχείσης ἐν ὄξει δέσμην φαγεῖν <i>Gp</i>.17.17.2<br /><b class="num">•</b>fig. διαβρέχεις τ' ἀρτύματα A.<i>Fr</i>.306, de un borracho ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph.<i>Chr</i>.30.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:57, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβρέχω Medium diacritics: διαβρέχω Low diacritics: διαβρέχω Capitals: ΔΙΑΒΡΕΧΩ
Transliteration A: diabréchō Transliteration B: diabrechō Transliteration C: diavrecho Beta Code: diabre/xw

English (LSJ)

soak, τἀρτύματα A.Fr.306: abs., Arist.Pr.866a10:—Pass., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Ael.NA1.23, cf. Gp.17.17.2; διαβεβρεγμένος, of a person, soaked in liquor, Hld.5.31; πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι Zeno Stoic.1.65; ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph. Chr.30.

Spanish (DGE)

1 mojar, empapar, γλῶσσα ὑπὸ ξηρότητος ἐνίοτε ὑπότραυλος, ἕως διαβρέξειεν Hp.Epid.7.43, τὸ δὲ ὀλίγον (ποτόν) ... διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Arist.Pr.866a10, ἐν οἴνῳ Thphr.HP 9.9.3, δέρματα διαβρέχοντες ἤσθιον D.C.74.12.5, cf. Chrys.M.63.208.
2 en v. med.-pas., intr. inundarse, empaparseἐγκέφαλος Hp.Morb.Sacr.11, πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι (τοὺς θέρμους) Zeno Stoic.1.65, διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος Luc.Trag.304, τῶν σπογγῶν διαβραχέντων al empaparse las esponjas Babr.111.19, ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχέντα Ael.NA 1.23, κράμβης διαβραχείσης ἐν ὄξει δέσμην φαγεῖν Gp.17.17.2
fig. διαβρέχεις τ' ἀρτύματα A.Fr.306, de un borracho ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph.Chr.30.

Greek (Liddell-Scott)

διαβρέχω: ὅλως διόλου βρέχω, ὑγραίνω “μουσκεύω”, τἀρτύματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 318· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 55. - Παθ., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 21· διαβεβρεγμένος, ἐπὶ προσ., βουτημένος εἰς ποτόν, μεθυσμένος, Ἡλιόδ. 5. 31.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. διεβράχην;
traverser par l'humidité, tremper.
Étymologie: διά, βρέχω.

Greek Monolingual

(AM διαβρέχω)
διαποτίζω, μουσκεύω
αρχ.
διαβρέχομαι
μεθάω.

Greek Monotonic

διαβρέχω: μέλ. -ξω, βρέχω, μουσκεύω, υγραίνω, ποτίζω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

διαβρέχω: мочить насквозь, смачивать Aesch., Arst.

Middle Liddell

fut. ξω
to wet through, soak, Aesch.