ἀμετροεπής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)metroeph/s | |Beta Code=a)metroeph/s | ||
|Definition=ές, [[unbridled of tongue]], <span class="bibl">Il.2.212</span>, <span class="bibl">Ph. 1.616</span>. | |Definition=ές, [[unbridled of tongue]], <span class="bibl">Il.2.212</span>, <span class="bibl">Ph. 1.616</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> de pers. [[deslenguado]], [[sin mesura en el hablar]] Tersites <i>Il</i>.2.212, cf. Man.4.563, Poll.6.146<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἀμετροεπές]] = [[charlatanería]] διὰ τὸ λάλον καὶ ἀμετροεπές Ph.1.616.<br /><b class="num">2</b> de palabras [[desmesurado]] ἄκοσμοι καὶ ἀ. ... φωναί Ph.1.693. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ϝέπος): of [[unmeasured]] [[speech]], Il. 2.212†. | |auten=(ϝέπος): of [[unmeasured]] [[speech]], Il. 2.212†. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, unbridled of tongue, Il.2.212, Ph. 1.616.
Spanish (DGE)
-ές
1 de pers. deslenguado, sin mesura en el hablar Tersites Il.2.212, cf. Man.4.563, Poll.6.146
•neutr. subst. τὸ ἀμετροεπές = charlatanería διὰ τὸ λάλον καὶ ἀμετροεπές Ph.1.616.
2 de palabras desmesurado ἄκοσμοι καὶ ἀ. ... φωναί Ph.1.693.
German (Pape)
[Seite 123] Hom. einmal, Iliad. 2, 212 Θερσίτης δ' ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα, ὅς ῥ' ἔπεα φρεσὶν ᾑσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη, μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν; der dritte Vers erklärt das ἄκοσμα des zweiten, der zweite das ἀμετροεπής des ersten; also = maßlos im Reden, viel u. unziemlich schwatzend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετροεπής: -ές, ἄμετρος ἐν τῷ λέγειν, ἀχαλίνωτος τὴν γλῶσσαν, φλύαρος, Ἰλ. Β. 212.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui bavarde sans mesure.
Étymologie: ἄμετρος, ἔπος.
English (Autenrieth)
(ϝέπος): of unmeasured speech, Il. 2.212†.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀμετροεπής)
αυτός που δεν έχει μέτρο στο λέγειν, φλύαρος, αθυρόστομος, αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + -επής < ἔπος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροέπεια].
Greek Monotonic
ἀμετροεπής: -ές (ἔπος), αχαλίνωτος στη γλώσσα, ακατάσχετος στα λόγια, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετροεπής: не в меру болтливый (Θερσίτης Hom.).
Middle Liddell
ἄμετρος, ἔπος
unmeasured in words, Il.