ἀπόπειρα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)po/peira
|Beta Code=a)po/peira
|Definition=ἡ, [[trial]], [[venture]], <b class="b3">ἀ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης</b> make [[trial]] of their way of fighting, <span class="bibl">Hdt.8.9</span>; ναυμαχίας ἀ. λαμβάνειν <span class="bibl">Th.7.21</span>; <b class="b3">δοῦναι ἀ. εὐσεβείας</b> give [[proof]] of it, <span class="bibl">Ph.1.650</span>.
|Definition=ἡ, [[trial]], [[venture]], <b class="b3">ἀ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης</b> make [[trial]] of their way of fighting, <span class="bibl">Hdt.8.9</span>; ναυμαχίας ἀ. λαμβάνειν <span class="bibl">Th.7.21</span>; <b class="b3">δοῦναι ἀ. εὐσεβείας</b> give [[proof]] of it, <span class="bibl">Ph.1.650</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[tentativa]], [[prueba]] ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι τῆς μάχης poner a prueba su manera de luchar</i> Hdt.8.9, ναυμαχίας ἀπόπειραν λαμβάνειν Th.7.21, δοὺς ἀπόπειραν εὐσεβείας dando prueba de piedad</i> Ph.1.650, [[ἀπόπειρα]] ἐγένετο fue una prueba o intentona</i> D.17.26, κόρακα εἰς ἀπόπειραν ἔτρεφεν crió un cuervo como prueba o experimento</i> Hierocl.<i>Facet</i>.255<br /><b class="num">•</b>de opiniones o intenciones [[sondeo]], [[tanteo]] τῆς ἑκάστου προαιρέσεως Plb.27.4.2, πεμφθέντος εἰς ἀπόπειραν ἐπὶ τίνος ἐστὶ γνώμης habiendo sido enviado para sondear cuál era la opinión</i> Plb.21.34.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />essai, épreuve.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πεῖρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />essai, épreuve.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πεῖρα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[tentativa]], [[prueba]] ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι τῆς μάχης poner a prueba su manera de luchar</i> Hdt.8.9, ναυμαχίας ἀπόπειραν λαμβάνειν Th.7.21, δοὺς ἀπόπειραν εὐσεβείας dando prueba de piedad</i> Ph.1.650, [[ἀπόπειρα]] ἐγένετο fue una prueba o intentona</i> D.17.26, κόρακα εἰς ἀπόπειραν ἔτρεφεν crió un cuervo como prueba o experimento</i> Hierocl.<i>Facet</i>.255<br /><b class="num">•</b>de opiniones o intenciones [[sondeo]], [[tanteo]] τῆς ἑκάστου προαιρέσεως Plb.27.4.2, πεμφθέντος εἰς ἀπόπειραν ἐπὶ τίνος ἐστὶ γνώμης habiendo sido enviado para sondear cuál era la opinión</i> Plb.21.34.3.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:59, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπειρα Medium diacritics: ἀπόπειρα Low diacritics: απόπειρα Capitals: ΑΠΟΠΕΙΡΑ
Transliteration A: apópeira Transliteration B: apopeira Transliteration C: apopeira Beta Code: a)po/peira

English (LSJ)

ἡ, trial, venture, ἀ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης make trial of their way of fighting, Hdt.8.9; ναυμαχίας ἀ. λαμβάνειν Th.7.21; δοῦναι ἀ. εὐσεβείας give proof of it, Ph.1.650.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
tentativa, prueba ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι τῆς μάχης poner a prueba su manera de luchar Hdt.8.9, ναυμαχίας ἀπόπειραν λαμβάνειν Th.7.21, δοὺς ἀπόπειραν εὐσεβείας dando prueba de piedad Ph.1.650, ἀπόπειρα ἐγένετο fue una prueba o intentona D.17.26, κόρακα εἰς ἀπόπειραν ἔτρεφεν crió un cuervo como prueba o experimento Hierocl.Facet.255
de opiniones o intenciones sondeo, tanteo τῆς ἑκάστου προαιρέσεως Plb.27.4.2, πεμφθέντος εἰς ἀπόπειραν ἐπὶ τίνος ἐστὶ γνώμης habiendo sido enviado para sondear cuál era la opinión Plb.21.34.3.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, Versuch, Probe, τινὸς ποιεῖσθαι Her. 8, 9; ἀπόπειραν λαμβάνειν ναυμαχίας Thuc. 7, 21; Pol. 27, 4; vgl. 22, 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπειρα: δοκιμή, τόλμημα, ἀπ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης, δοκιμάζειν τίνι τρόπῳ μάχονται, Ἡρόδ. 8. 9˙ ἀπ. ναυμαχίας λαμβάνειν, δοκιμὴν ναυμαχίας ποιεῖν, Θουκ., 7. 21˙ δοῦναι ἀπ. εὐσεβείας, ἀπόδειξιν εὐσεβείας, Φίλων 1. 650.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
essai, épreuve.
Étymologie: ἀπό, πεῖρα.

Greek Monolingual

η (AM ἀπόπειρα)
δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια
νεοελλ.
1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως
2. φρ. α) «απόπειρα συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση)
β) «απόπειρα αυτοκτονίας».

Greek Monotonic

ἀπόπειρα: ἡ, δοκιμή, εγχείρημα, τόλμημα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπειρα:попытка, проба (τινος Her., Thuc., Polyb., Plut.).

Middle Liddell

a trial, essay, Hdt., Thuc.