ἑνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e(noeidh/s
|Beta Code=e(noeidh/s
|Definition=ές,<br><span class="bld">A</span> [[single]], [[simple]], φωνή Nicom.Harm.12.<br><span class="bld">II</span> [[resembling]], having the [[form]] of [[unity]], Plot.6.9.5, Jul.Or.4.139b, al., Procl.in Prm.p.540 S., etc.; opp. [[πληθοειδής]], Dam.Pr.45: Comp., ib.38, Procl.Inst.62: Sup., Id.in R.1.177. Adv. [[ἑνοειδῶς]] Jul.Or.4.143b, Nicom.Ar.1.6, Iamb.Myst. 1.3, Dam.Pr.237.
|Definition=ές,<br><span class="bld">A</span> [[single]], [[simple]], φωνή Nicom.Harm.12.<br><span class="bld">II</span> [[resembling]], having the [[form]] of [[unity]], Plot.6.9.5, Jul.Or.4.139b, al., Procl.in Prm.p.540 S., etc.; opp. [[πληθοειδής]], Dam.Pr.45: Comp., ib.38, Procl.Inst.62: Sup., Id.in R.1.177. Adv. [[ἑνοειδῶς]] Jul.Or.4.143b, Nicom.Ar.1.6, Iamb.Myst. 1.3, Dam.Pr.237.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>fil. [[cuya esencia es la unidad]], [[esencialmente uno]] ἄσχιστον ... καὶ ἑ. τὸ ἴσον Speus.28.46, op. ‘[[múltiple]]’ τὸ μὲν κατὰ τὸ ἐν αὐτῇ (ψυχῇ) ἑ., τὸ δὲ κατὰ τὸ πληθυόμενον Xenocrates 189, cf. Iul.<i>Or</i>.8.166c<br /><b class="num">•</b>[[que tiene como forma la unidad]] πᾶσα ἡ σειρὰ τῶν θεῶν ἑ. Procl.<i>Inst</i>.119, op. [[πληθοειδής]] Dam.<i>Pr</i>.45, δυνάμεις Dion.Ar.<i>CH</i> 15.8<br /><b class="num">•</b>ἑνοειδεῖς· ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι Hsch.<br /><b class="num">2</b> mús. [[unificado]], [[al unísono]] ὥστε ἑνοειδῆ τὴν ἐξ αὐτῶν φωνὴν γενέσθαι καὶ οἷον μίαν Nicom.<i>Harm</i>.12.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἑνοειδῶς]] [[unitariamente]], [[manteniendo la unidad]] τὰ πρώτιστα εἴδη ... διηρμοσμένα ἀλλήλοις [[ἀχωρίστως]] καὶ [[ἑνοειδῶς]] Nicom.<i>Ar</i>.1.6, cf. <i>Theol.Ar</i>.42, (θεοὶ) πληθυνόμενοι μὲν ... περὶ αὐτὸν δὲ ἑ. ὄντες Iul.<i>Or</i>.11.143b, ἑ. ἐνεργεῖ Olymp.<i>in Phd</i>.46.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑνοειδής''': -ές, [[ἑνιαῖος]], [[μοναδικός]], [[ἁπλοῦς]], Διον. Ἀρεοπ. 154Β. - Ἐπίρρ. [[ἑνοειδῶς]] Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 18.
|lstext='''ἑνοειδής''': -ές, [[ἑνιαῖος]], [[μοναδικός]], [[ἁπλοῦς]], Διον. Ἀρεοπ. 154Β. - Ἐπίρρ. [[ἑνοειδῶς]] Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 18.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>fil. [[cuya esencia es la unidad]], [[esencialmente uno]] ἄσχιστον ... καὶ ἑ. τὸ ἴσον Speus.28.46, op. ‘[[múltiple]]’ τὸ μὲν κατὰ τὸ ἐν αὐτῇ (ψυχῇ) ἑ., τὸ δὲ κατὰ τὸ πληθυόμενον Xenocrates 189, cf. Iul.<i>Or</i>.8.166c<br /><b class="num">•</b>[[que tiene como forma la unidad]] πᾶσα ἡ σειρὰ τῶν θεῶν ἑ. Procl.<i>Inst</i>.119, op. [[πληθοειδής]] Dam.<i>Pr</i>.45, δυνάμεις Dion.Ar.<i>CH</i> 15.8<br /><b class="num">•</b>ἑνοειδεῖς· ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι Hsch.<br /><b class="num">2</b> mús. [[unificado]], [[al unísono]] ὥστε ἑνοειδῆ τὴν ἐξ αὐτῶν φωνὴν γενέσθαι καὶ οἷον μίαν Nicom.<i>Harm</i>.12.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἑνοειδῶς]] [[unitariamente]], [[manteniendo la unidad]] τὰ πρώτιστα εἴδη ... διηρμοσμένα ἀλλήλοις [[ἀχωρίστως]] καὶ [[ἑνοειδῶς]] Nicom.<i>Ar</i>.1.6, cf. <i>Theol.Ar</i>.42, (θεοὶ) πληθυνόμενοι μὲν ... περὶ αὐτὸν δὲ ἑ. ὄντες Iul.<i>Or</i>.11.143b, ἑ. ἐνεργεῖ Olymp.<i>in Phd</i>.46.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑνοειδής]], -ές (AM)<br /><b>1.</b> [[ενιαίος]], [[μονοειδής]], [[μοναδικός]], [[απλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κάτι]] ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῖς<br />ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», <b>Ησύχ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἑνοειδῶς]]<br />μονοειδώς, μονομόρφως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
|mltxt=[[ἑνοειδής]], -ές (AM)<br /><b>1.</b> [[ενιαίος]], [[μονοειδής]], [[μοναδικός]], [[απλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κάτι]] ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῖς<br />ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», <b>Ησύχ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἑνοειδῶς]]<br />μονοειδώς, μονομόρφως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
}}
}}

Revision as of 16:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνοειδής Medium diacritics: ἑνοειδής Low diacritics: ενοειδής Capitals: ΕΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: henoeidḗs Transliteration B: henoeidēs Transliteration C: enoeidis Beta Code: e(noeidh/s

English (LSJ)

ές,
A single, simple, φωνή Nicom.Harm.12.
II resembling, having the form of unity, Plot.6.9.5, Jul.Or.4.139b, al., Procl.in Prm.p.540 S., etc.; opp. πληθοειδής, Dam.Pr.45: Comp., ib.38, Procl.Inst.62: Sup., Id.in R.1.177. Adv. ἑνοειδῶς Jul.Or.4.143b, Nicom.Ar.1.6, Iamb.Myst. 1.3, Dam.Pr.237.

Spanish (DGE)

-ές
I 1fil. cuya esencia es la unidad, esencialmente uno ἄσχιστον ... καὶ ἑ. τὸ ἴσον Speus.28.46, op. ‘múltiple’ τὸ μὲν κατὰ τὸ ἐν αὐτῇ (ψυχῇ) ἑ., τὸ δὲ κατὰ τὸ πληθυόμενον Xenocrates 189, cf. Iul.Or.8.166c
que tiene como forma la unidad πᾶσα ἡ σειρὰ τῶν θεῶν ἑ. Procl.Inst.119, op. πληθοειδής Dam.Pr.45, δυνάμεις Dion.Ar.CH 15.8
ἑνοειδεῖς· ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι Hsch.
2 mús. unificado, al unísono ὥστε ἑνοειδῆ τὴν ἐξ αὐτῶν φωνὴν γενέσθαι καὶ οἷον μίαν Nicom.Harm.12.
II adv. ἑνοειδῶς unitariamente, manteniendo la unidad τὰ πρώτιστα εἴδη ... διηρμοσμένα ἀλλήλοις ἀχωρίστως καὶ ἑνοειδῶς Nicom.Ar.1.6, cf. Theol.Ar.42, (θεοὶ) πληθυνόμενοι μὲν ... περὶ αὐτὸν δὲ ἑ. ὄντες Iul.Or.11.143b, ἑ. ἐνεργεῖ Olymp.in Phd.46.

German (Pape)

[Seite 849] ές, einfach, Iambl. u. a. Sp., auch im adv. ἑνοειδῶς.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνοειδής: -ές, ἑνιαῖος, μοναδικός, ἁπλοῦς, Διον. Ἀρεοπ. 154Β. - Ἐπίρρ. ἑνοειδῶς Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 18.

Greek Monolingual

ἑνοειδής, -ές (AM)
1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός
2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῖς
ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.).
επίρρ...
ἑνοειδῶς
μονοειδώς, μονομόρφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ειδής < είδος].