ἔκτακτος: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)/ktaktos | |Beta Code=e)/ktaktos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[detailed]] for special duties, of soldiers, Ascl.<span class="title">Tact.</span>6.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>9.4</span>, <span class="bibl">16.2</span>,<span class="bibl">4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[special]], [[reserved]], POxy.646 (ii A.D.); <b class="b3">δι’ ἐκτάκτου</b> on [[a separate sheet]], PStrassb.34.15.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[detailed]] for special duties, of soldiers, Ascl.<span class="title">Tact.</span>6.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>9.4</span>, <span class="bibl">16.2</span>,<span class="bibl">4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[special]], [[reserved]], POxy.646 (ii A.D.); <b class="b3">δι’ ἐκτάκτου</b> on [[a separate sheet]], PStrassb.34.15.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[separado]], milit. [[que está fuera de la formación]] ref. a portaestandartes, trompetas, etc., Ascl.<i>Tact</i>.6.3, Ael.<i>Tact</i>.9.4, 16.2, 4<br /><b class="num">•</b>en locuciones prep. sign. [[por separado]], [[en documento aparte o adjunto]] δι' ἐκτάκτου <i>PStras</i>.34.16 (II d.C.), ἐξ ἐκτάκτου <i>PWisc</i>.16.11 (II d.C.), ἐν ἐκτάκτῳ <i>PBeatty Panop</i>.1.361, <i>BGU</i> 2764.4 (ambos III d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἔ. [[legado aparte]] destinado a uno de los herederos <i>POxy</i>.705.71 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἔκτακτα [[pagos extra]], [[gratificaciones]] gener. en especie, sumadas al pago principal de la renta en dinero τὸν δὲ τῶν φ[οι] νίκων ... φόρον καὶ τὰ ἔκτακτα <i>POxy</i>.3354.44 (III d.C.), cf. 1631.22 (III d.C.), ἔκτακτα τῆς τρύγης <i>POxy</i>.3406.5 (IV d.C.), ἔκτακτα σπονδῆς <i>POxy</i>.3589.9 (II d.C.), tb. sumada al sueldo <i>POxy</i>.4597.17 (III d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[por separado]], [[en listas separadas]] ἐ. τοὺς ἀπαιτητὰς ἑλέσθαι καὶ τοὺς διαδότας <i>PBeatty Panop</i>.1.264 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[por separado]], [[individualmente]] τοὺς ἀπαιτητὰς παντοίων εἰδῶν ... ὑφ' ἓν ὀνομάσαι καὶ μὴ ἐ. <i>PBeatty Panop</i>.1.233 (III d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκτακτος''': -ον, ὅρος στρατ. «ἔκτακτοι, τούτους τὸ μὲν παλαιὸν ἡ [[τάξις]] εἶχεν, ὡς καὶ [[τοὔνομα]] δηλοῖ, [[διότι]] τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν, εἰσὶ δὲ [[πέντε]]» κτλ. Σουΐδ., πρβλ. Αἰλιαν. Τακτ. 9. | |lstext='''ἔκτακτος''': -ον, ὅρος στρατ. «ἔκτακτοι, τούτους τὸ μὲν παλαιὸν ἡ [[τάξις]] εἶχεν, ὡς καὶ [[τοὔνομα]] δηλοῖ, [[διότι]] τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν, εἰσὶ δὲ [[πέντε]]» κτλ. Σουΐδ., πρβλ. Αἰλιαν. Τακτ. 9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκτακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική [[σειρά]], ως [[βοηθητικός]] («[[έκτακτος]] [[υπάλληλος]], [[καθηγητής]]»)<br /><b>2.</b> ο μη [[τακτικός]], ο μη προβλεπόμενος, [[απρόβλεπτος]], [[ειδικός]], [[ιδιαίτερος]] («έκτακτα έξοδα, φόροι»)<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται σε ειδικές περιστάσεις, [[ασυνήθιστος]], [[σπάνιος]] («έκτακτο [[στρατοδικείο]]», «έκτακτο [[παράρτημα]]»)<br /><b>4.</b> [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], [[άριστος]] («[[έκτακτος]] [[άνθρωπος]]», «[[κόρη]] εκτάκτου κάλλους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στρατ.</b> ο [[απεσπασμένος]] σε ειδική [[υπηρεσία]] (επίρρ. <i>εκτάκτως</i>, <i>έκτακτα</i>). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκτακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική [[σειρά]], ως [[βοηθητικός]] («[[έκτακτος]] [[υπάλληλος]], [[καθηγητής]]»)<br /><b>2.</b> ο μη [[τακτικός]], ο μη προβλεπόμενος, [[απρόβλεπτος]], [[ειδικός]], [[ιδιαίτερος]] («έκτακτα έξοδα, φόροι»)<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται σε ειδικές περιστάσεις, [[ασυνήθιστος]], [[σπάνιος]] («έκτακτο [[στρατοδικείο]]», «έκτακτο [[παράρτημα]]»)<br /><b>4.</b> [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], [[άριστος]] («[[έκτακτος]] [[άνθρωπος]]», «[[κόρη]] εκτάκτου κάλλους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στρατ.</b> ο [[απεσπασμένος]] σε ειδική [[υπηρεσία]] (επίρρ. <i>εκτάκτως</i>, <i>έκτακτα</i>). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:33, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A detailed for special duties, of soldiers, Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.9.4, 16.2,4. II special, reserved, POxy.646 (ii A.D.); δι’ ἐκτάκτου on a separate sheet, PStrassb.34.15.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. separado, milit. que está fuera de la formación ref. a portaestandartes, trompetas, etc., Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.9.4, 16.2, 4
•en locuciones prep. sign. por separado, en documento aparte o adjunto δι' ἐκτάκτου PStras.34.16 (II d.C.), ἐξ ἐκτάκτου PWisc.16.11 (II d.C.), ἐν ἐκτάκτῳ PBeatty Panop.1.361, BGU 2764.4 (ambos III d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἔ. legado aparte destinado a uno de los herederos POxy.705.71 (III d.C.).
2 subst. τὰ ἔκτακτα pagos extra, gratificaciones gener. en especie, sumadas al pago principal de la renta en dinero τὸν δὲ τῶν φ[οι] νίκων ... φόρον καὶ τὰ ἔκτακτα POxy.3354.44 (III d.C.), cf. 1631.22 (III d.C.), ἔκτακτα τῆς τρύγης POxy.3406.5 (IV d.C.), ἔκτακτα σπονδῆς POxy.3589.9 (II d.C.), tb. sumada al sueldo POxy.4597.17 (III d.C.).
II adv. -ως
1 por separado, en listas separadas ἐ. τοὺς ἀπαιτητὰς ἑλέσθαι καὶ τοὺς διαδότας PBeatty Panop.1.264 (III d.C.).
2 por separado, individualmente τοὺς ἀπαιτητὰς παντοίων εἰδῶν ... ὑφ' ἓν ὀνομάσαι καὶ μὴ ἐ. PBeatty Panop.1.233 (III d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτακτος: -ον, ὅρος στρατ. «ἔκτακτοι, τούτους τὸ μὲν παλαιὸν ἡ τάξις εἶχεν, ὡς καὶ τοὔνομα δηλοῖ, διότι τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν, εἰσὶ δὲ πέντε» κτλ. Σουΐδ., πρβλ. Αἰλιαν. Τακτ. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκτακτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής»)
2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι»)
3. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται σε ειδικές περιστάσεις, ασυνήθιστος, σπάνιος («έκτακτο στρατοδικείο», «έκτακτο παράρτημα»)
4. εξαιρετικός, έξοχος, άριστος («έκτακτος άνθρωπος», «κόρη εκτάκτου κάλλους»)
αρχ.
στρατ. ο απεσπασμένος σε ειδική υπηρεσία (επίρρ. εκτάκτως, έκτακτα).