δίλοφος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0630.png Seite 630]] zweigipfelig; [[πέτρα]], der Parnaß, Soph. Ant. 1113. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0630.png Seite 630]] zweigipfelig; [[πέτρα]], der Parnaß, Soph. Ant. 1113. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à deux sommets.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[λόφος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίλοφος''': -ον, διπλοῦς ἔχων λόφον, κορυφήν, δ. [[πέτρα]], ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ (ἴδε [[δικόρυφος]], [[ἀμφίπυρος]]), Σοφ. Ἀντ. 1126. | |lstext='''δίλοφος''': -ον, διπλοῦς ἔχων λόφον, κορυφήν, δ. [[πέτρα]], ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ (ἴδε [[δικόρυφος]], [[ἀμφίπυρος]]), Σοφ. Ἀντ. 1126. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, double-crested, πέτρα, of Parnassus, S.Ant.1126 (lyr.); ἀλέκτωρ PMag.Leid.V.9.21.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble cresta πέτρα del Parnaso, S.Ant.1126, ἀλέκτωρ PMag.12.311, cf. Mart.Cap.2.177.
German (Pape)
[Seite 630] zweigipfelig; πέτρα, der Parnaß, Soph. Ant. 1113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, λόφος.
Greek (Liddell-Scott)
δίλοφος: -ον, διπλοῦς ἔχων λόφον, κορυφήν, δ. πέτρα, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ (ἴδε δικόρυφος, ἀμφίπυρος), Σοφ. Ἀντ. 1126.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίλοφος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές
2. (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.
Greek Monotonic
δίλοφος: -ον, αυτός που έχει δύο λόφους, διπλή κορυφή, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δίλοφος: двувершинный (πετρα = Παρνασσός Soph.).