διαπαρατριβή: Difference between revisions

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[diatriba constante]] διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν constantes diatribas de hombres de mente corrompida</i> 1<i>Ep.Ti</i>.6.5.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[diatriba constante]] διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν constantes diatribas de hombres de mente corrompida</i> 1<i>Ep.Ti</i>.6.5.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />violente querelle.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[παρατριβή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπαρατρῐβή''': ἡ, [[βίαιος]], σφοδρὸς [[ἀγών]], φιλονικία, Ν. Δ. Α' Τιμ. Ϛ', 5, Κλήμης 1. 736 (Migne)· (κοιν. παραδιατριβαί).
|lstext='''διαπαρατρῐβή''': ἡ, [[βίαιος]], σφοδρὸς [[ἀγών]], φιλονικία, Ν. Δ. Α' Τιμ. Ϛ', 5, Κλήμης 1. 736 (Migne)· (κοιν. παραδιατριβαί).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />violente querelle.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[παρατριβή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:06, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπαρατρῐβή Medium diacritics: διαπαρατριβή Low diacritics: διαπαρατριβή Capitals: ΔΙΑΠΑΡΑΤΡΙΒΗ
Transliteration A: diaparatribḗ Transliteration B: diaparatribē Transliteration C: diaparatrivi Beta Code: diaparatribh/

English (LSJ)

ἡ, constant wrangling, 1 Ep.Ti.6.5.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
diatriba constante διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν constantes diatribas de hombres de mente corrompida 1Ep.Ti.6.5.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
violente querelle.
Étymologie: διά, παρατριβή.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιος, σφοδρὸς ἀγών, φιλονικία, Ν. Δ. Α' Τιμ. Ϛ', 5, Κλήμης 1. 736 (Migne)· (κοιν. παραδιατριβαί).

Greek Monolingual

διαπαρατριβή, η (Α)
βίαιος ανταγωνισμός.

Greek Monotonic

διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιη διαμάχη, σφοδρός αγώνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διαπαρατρῐβή:страстный спор (NT - v.l. παραδιατριβή).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-παρατριβή -ῆς, ἡ, alleen plur. geruzie, gekrakeel.

Middle Liddell

δια-παρα-τρῐβή, ἡ, n
violent contention, NTest.

Chinese

原文音譯:paradiatrib» 爬拉-笛阿-特里卑
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-經過-磨損
字義溯源:錯誤應用,無理取鬧,爭論,爭競,時常不和,不斷爭競,頑強競爭,互相激怒;由(παρά)*=旁,出於)與(διατρίβω)=消磨)組成;其中 (διατρίβω)又由(διά)*=通過)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成;而 (τρίβος)又出自(τρίβος)X*=磨擦)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 不斷爭競(1) 提前6:5