Σαδδουκαῖοι: Difference between revisions
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*saddoukai=oi | |Beta Code=*saddoukai=oi | ||
|Definition=οἱ, <span class="title">Sadducees</span>, name of a Jewish sect, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>23.8</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.5.9</span>, etc. | |Definition=οἱ, <span class="title">Sadducees</span>, name of a Jewish sect, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>23.8</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.5.9</span>, etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />les Sadducéens. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σαδδουκαῖοι''': οἱ, [[ὄνομα]] Ἰουδ. αἱρέσεως, περὶ ἧς ἴδε [[μάλιστα]] Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 8, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13, 5, 9. | |lstext='''Σαδδουκαῖοι''': οἱ, [[ὄνομα]] Ἰουδ. αἱρέσεως, περὶ ἧς ἴδε [[μάλιστα]] Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 8, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13, 5, 9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 1 October 2022
English (LSJ)
οἱ, Sadducees, name of a Jewish sect, Act.Ap.23.8, J.AJ13.5.9, etc.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les Sadducéens.
Greek (Liddell-Scott)
Σαδδουκαῖοι: οἱ, ὄνομα Ἰουδ. αἱρέσεως, περὶ ἧς ἴδε μάλιστα Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 8, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13, 5, 9.
Greek Monolingual
οι / Σαδδουκαῖοι, ΝΜΑ
ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα του μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία της ψυχής και την ανάσταση τών νεκρών και απέδιδαν μεγάλη σημασία στους τύπους τών ιεροτελεστιών, δέχονταν τη θεία πρόνοια και την ελευθερία της βούλησης, είχαν ως σκοπό της ζωής τους την ευζωία και από τον 2ο π.Χ. βρίσκονταν σε αντίθεση με τους Φαρισαίους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. εβραϊκό sāddūgi, πιθ. < Şadoq, αρχιερέας του Ισραήλ και ιδρυτής της αίρεσης αυτής].
Greek Monotonic
Σαδδουκαῖοι: οἱ, Σαδδουκαίοι, όνομα εβραϊκής θρησκευτικής αίρεσης, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Σαδδουκαῖοι, οἱ,
Sadducees, name of a Jewish sect, NTest.